Γιατί ήξερε να ντρέπεται • «Κρατάς μυστικό;» • Γιάννης Φιλιππίδης • Άνεμος εκδοτική


Γιατί ήξερε να ντρέπεται • «Κρατάς μυστικό;» • Γιάννης Φιλιππίδης • Άνεμος εκδοτική




Γιατί ήξερε να ντρέπεται 

[Γιατί ήξερε να ντρέπεται • ένα ολόκληρο κεφάλαιο σ' ελεύθερη ανάγνωση
• «Κρατάς μυστικό;» • Γιάννης Φιλιππίδης • Άνεμος εκδοτική]

       Πέρασαν τέσσερα χρόνια κι έξι μήνες. Γρήγορα, βιαστικά χρόνια πέταξαν όλα μαζί ένα σμήνος. Χελιδόνια που βιάστηκαν ν’ αποφύγουν έναν απότομο και βαρύ χειμώνα, σε τόπο που θυμόντουσαν εύκρατο, ηλιόλουστο και φιλόξενο. Όχι πια· τώρα οι εικόνες απ’ το μέλλον χάριζαν στο όμορφο πρόσωπό της μια παγωνιά πρωτόφαντη κι ακόμα χειρότερα: μια παγωνιά τόσο ευανάγνωστη, που δεν μπορούσε πια να κρύψει ούτε με το κουκλίστικο παρουσιαστικό της, ένα όμορφο πρόσωπο που χρονολογούσε πια πολυετείς πονηριές στη διατροφή της μη συμβεί και παχύνει, φιλότιμα κομμωτήρια, αλλά και γραμμές δυστυχίας που ΄χαν έρθει μία μία, σ’ ένα πρόσωπο από τη ζωή προικισμένο με φως, για να μείνουν. Να μείνουν να παρασταθούν για τα δύσκολα. Να μείνουν να συμπορευθούν για τα επόμενα. Τα επόμενα, όλα τα επόμενα, έτσι γενικά κι απροσδιόριστα…
       Το εργοστάσιο πήγαινε καλά. Κάθε τόσο έρχονταν νέες παραγγελίες, οι εξαγωγές του ήταν ένα ακόμα στοίχημα που είχε εκ προοιμίου κερδηθεί. Κι εκείνος, μεγάλωνε μέσα από τα ακριβά κοστούμια και τα παχάκια της καλοπέρασης κρύβονταν απ’ τα μεσάτα σακάκια, διευθυντής με όλο και περισσότερες εξουσίες, όχι καμιά φοβερή θέση, αλλά μία συγκεκριμένη, μια στάλα ελπίδα μπροστά, για το κορίτσι, που όσο μεγάλωνε, τόσο κέρδιζε γραμμές και σκέρτσα που το συνέκριναν με την όμορφη μαμά του.
       Την Αλεξάνδρα, που στο λαμπερό δέρμα της ο χρόνος εξαντλούσε κάθε επιείκεια, και τα μάτια της. Εκείνα τα μάτια της που φέγγαν τόση ηρεμία, τόση ευμάρεια στις παρέες των φίλων, πόσοι πολλοί φίλοι τότε. Εκείνα τα μάτια, που ΄χανε μάθει να λένε τόσο καλά ψέματα.
       Ένας χρόνος μετά την πτώση της δικτατορίας κι η μεταπολίτευση στα καλύτερά της. Έπαιρνε το παιδί παραμάσχαλα κι έτρεχε από ‘δώ κι από ‘κεί. Σε μεγάλες κι ηχηρές συναυλίες απαγορευμένων ως τότε τραγουδιών και συνθετών. Ηρώδειο, θέατρο, τα πρωινά χωνότανε στα βιβλιοπωλεία, εν δράσει κι αυτά, εξέδιδαν βιβλία αβέρτα. Της βγήκε έτσι μια λανθάνουσα φιλοκομμουνιστική ροπή, πήρε μια πολιτική κατεύθυνση που δεν άλλαξε ποτέ στο μέλλον.
       Κι όσο περισσότερα χρήματα έμπαιναν στο σπίτι, εκείνη –λες και πολεμούσε την καλή της τύχη– τόσο πιο ολιγαρκής γινόταν, τόσο πιο φειδωλή στα έξοδα και τα όνειρα του πορτοφολιού, τόσο πιο ταπεινή, τόσο πιο ώριμη.
       Η Άννα δε θα ’χε κλείσει ούτε τα πέντε, εκδήλωνε έναν χαρακτήρα παράξενο. Ένα μικρό παιδί, κορίτσι, ένα κουκλάκι που μεγάλωνε, προικισμένο με μια ωριμότητα που άφηνε συχνά άφωνους τους μεγάλους. Ήξερε ν’ αρκείται σε όσα του έδιναν οι γονείς, ποτέ δε ζήταγε, ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν έκλαψε.
       Η μάνα κερί αναμμένο δίπλα της। Πλάι σ’ αυτή τη μικρή μονάκριβη, αλλά και τον πατέρα, τον κόσμιο και «ευυπόληπτο» πατέρα, που φαινόταν να ’χει πάρει πια σοβαρά το ρόλο του ως σύζυγος, αλλά και ως άνθρωπος।
       Έτσι έδειχνε δηλαδή. Τώρα το τι κρύβει ο καθένας μέσα του, ήτανε μια κουβέντα μεγάλη που σήκωνε πολύ νερό.
       Δεν το κατάλαβε για πότε το σπίτι της έπιασε πάλι φωτιά. Από μια άκρη του που δεν ήταν ικανή να δει, ούτε να διαγνώσει. Παρασυρμένη από την ομαλή καθημερινότητα που ζούσε. Η ίδια, για τους άλλους δεν ήξερε. Αυτή ήταν εκεί, ζωντανή ξανά, είχε προσπεράσει τον παλιό θυμό της, στ’ αλήθεια δυσκολεύτηκε πολύ, αλλά είχε αγαπήσει από την αρχή αυτό τον άξιο σύντροφο, έτσι της ερχόταν κι έλεγε ή φανταζόταν, είχε πάρει πρώτη το σφουγγάρι να σβήσει τα παλιά λάθη, την παλιά μούχλα που κινδύνευε να παγιδέψει την ψυχή της. Χρειάστηκε καιρός ως ν’ αγαπήσει με αγάπη καινούρια εκείνον τον παλιό, τον ίδιο άνθρωπο που την είχε τόσο πολύ πικράνει και ταπεινώσει. Έστρωνε κάθε τόσο το κρεβάτι της μ’ ένα αστραφτερό σύννεφο ανακουφιστικής λήθης. Το ‘στρωνε και ξάπλωνε και τον περίμενε. Αγνή η Αλεξάνδρα. Καθαρή από κάθε πονηρία. Ξεπλυμένη από κάθε παλιά ακαθαρσία. Να τον νιώσει πάλι άντρα της. Να σεβαστεί και να χαρίσει οργασμούς. Να προσφέρει τα πιο σπλαχνικά της αισθήματα. Να απολαύει ξανά και ξανά τον όμορφο λερωμένο άντρα που ’χε αγαπήσει.
       Εκείνο το καλοκαίρι έμελλε να ‘ναι το τελευταίο της ξεγνοιασιάς. Το τελευταίο της δοτικότητας. Το τελευταίο της μεγάλης παρέας και των πολλών φίλων. Το τελευταίο των οποιασδήποτε μορφής φίλων.
       Λίνα τη λέγανε. Έβγαινε από το Πασχαλία και κανείς δεν ήθελε να το θυμάται. Δεν ήταν όμορφη. Δεν ήτανε καν νέα. Δεν είχε χαρίσματα. Είχε προίκα της μοναχά τον αγύρευτο διάολο. Μακριά μαλλιά βαμμένα μαύρα, που σέρνονταν ως το βαριεστημένο κώλο της. Ήτανε η γυναίκα ενός εργάτη του, σύχναζε κι αυτή στον ώμο του πολλά βαρύ άντρα της. Ήτανε πρόστυχη. Ικανή να κάνει βίζιτα για δυο χιλιάρικα. Κι ένα γαμώτο. Μ’ ένα άχτι σύνηθες αλλ’ ανάξιο των ανθρώπων, που η Αλεξάνδρα ποτέ της δεν κατάλαβε, ούτε και θα μπορούσε ποτέ, τότε ή στο μέλλον.
Θυμάται μόνο εκείνο το πρώτο τραπέζι στην υπόγεια ταβέρνα της Κυψέλης, το τραπέζι των πολλών φίλων. Τέσσερα χρόνια είχε κλείσει δουλεύοντας σα λογίστρια αριστερά δεξιά. Χωρίς ασφάλιση και δικαιώματα. Για πενταροδεκάρες που μεταφράζονταν σε μια άρτια προσωπική ανεξαρτησία. Από τον πάντα –φανερά ή κρυφά– αγαπημένο σύντροφο. Μέρες και νύχτες σκυμμένη πάνω από άχρηστους αριθμούς και σκέψεις δικές της που δε φανερώθηκαν ποτέ. Η προσπάθεια, μια δική της, προσωπική και παντοτινή επιτυχία. Ως εκείνα, τα δοξασμένα λογιστικά της εταιρείας, που έφτιαχνε σειρές για την τηλεόραση. Έσκυψε τυχαία μαζί της κάποιος από ‘κεί να μοιραστεί τους αριθμούς. Είδε το πρόσωπό της. Ήθελαν ένα πρόσωπο, ακριβώς τόσο καθαρό, τίμιο, με λάμψη και ευγένεια. Κι είδε τη φτωχή λογίστριά τους σε έγχρωμο πλάνο. Όχι ως ηθοποιό, μονάχα ως πρόσωπο. Ονειρεύτηκε τότε –ξένος άνθρωπος πριν και μετά– το τηλεοπτικό οδοιπορικό των τίτλων της σειράς. Μ’ αυτό το άκαυτο ολοκάθαρο πρόσωπο. Της πρότεινε αμοιβή κι εκείνη είχε δεχτεί αμέσως.
       Σε κείνο το πρώτο τραπέζι, κατέβηκε σχεδόν από συνήθεια τα σκαλιά της ταβέρνας, μ’ ένα κόκκινο φουστάνι φασόν κι ένα πλεκτό σάλι κόκκινο, τόσο απλό και ταυτόχρονα τόσο δυνατό, που έσπειρε σιωπή στις γωνιές που μύριζαν χύμα κρασί και κεφάτους ψιθύρους. Σαν από θαύμα, όλοι θαρρείς είχανε δει αυτό το πλάνο, το ένα και μόνο. Τριάντα χιλιάρικα και τι καλά που καλοπληρώθηκε για ένα τόσο απλό γύρισμα, στάθηκε μονάχα μπροστά σε μια βαριά μηχανή βίντεο, της ζήτησαν να φέρει μια έκφραση που να λέει πράγματα κι εκείνη την έδωσε, τη χάρισε από ψυχής, χωρίς να καταλάβει τίποτα από τη διαδικασία του στούντιο.
       Τόσα χρόνια δουλειά, πίστη, εγκαρτέρηση σ’ έναν άνθρωπο που –ήθελε να πιστεύει εκείνη τη βραδιά ότι– το άξιζε. Κι έφτασε ένα μονάχα πλάνο τηλεόρασης να την κάνει να λάμψει σαν τεράστια φωτοβολίδα σε νυχτερινό ουρανό. Να αρπάξει ξανά τ’ αντρικά βλέμματα. Να κλέψει τη λάμψη από ένα σωρό γυναίκες. Και ντράπηκε τόσο πολύ κατεβαίνοντας τα σκαλιά. Γιατί και πάλι λογίστρια θα απέμενε. Αλλά και γυναίκα του άντρα της, μάνα του παιδιού της. Αλλά το απροσδόκητο χειροκρότημα των γνωστών και των φίλων, την έκανε να αισθάνεται κάτι περισσότερο από ένα απλό, ταπεινό, θεόπνευστο μικρό μηδέν. Και δεν ήθελε. Όχι έτσι· όχι τόσο πολύ.
       Επιθυμούσε μόνο να καταλαγιάσουν οι ιαχές, να καθίσει σ’ ένα τραπέζι. Ν’ ανάψει ένα τσιγάρο, να ρουφήξει μεμιάς ένα δυο ποτήρια κρασί. Επειδή ήξερε να ντρέπεται. Ήταν ικανή να ξεχωρίσει το σημαντικό από το τίποτα.
       Κι εκείνη η γυναίκα. Η Λίνα. Βρήκε μια τυχαία καρέκλα απέναντί της. Κάθισαν να καταλαγιάσουν οι θόρυβοι. Η άγνωστη γυναίκα, της χαμογέλασε μ’ ένα χαμόγελο που δεν είχε ποτέ από φυσικού της. Μόνο τα μάτια της θυμάται. Ένα ζευγάρι μάτια –ανθρώπου ή ερπετού, ακόμα αναρωτιέται– την κοίταξαν. Χαμογέλασαν κι αυτά. Μ’ ένα τσάκισμα κούρασης στο βλέμμα, που τη φόβισε. Τη φόβισε τόσο απροειδοποίητα.
       Τη φόβισε στ’ αλήθεια. Ήταν η Αλεξάνδρα τρελή; Έστω λίγο; Έτσι πίστεψε· και θυμήθηκε να φανεί γενναιόδωρη. Τόσο γενναιόδωρη, όσο μπορούσε. Τόσο γενναιόδωρη, όσο δε χρειαζόταν. Το κατάλαβε όμως την ίδια στιγμή. Μια κρύα ανατριχίλα πέρασε τη ραχοκοκαλιά της, την έκανε να σταθεί και πάλι ευθυτενής. Ευθυτενής και όρθια απέναντι σε ποιον; Σε ποια; Σ’ αυτή την άγνωστη άχρωμη γυναίκα με κείνη την παράξενη ματιά; Όχι δα, θα ήταν σίγουρα τρελή. Θα ήταν σίγουρα τρελή, που κάτι τόσο παράξενο πέρασε, έστω και μια στιγμή απ’ τον πολύπλοκο νου της.
       Δεκαπέντε μέρες μετά έφυγε για τη Μακεδονία, να δει τους ανθρώπους της, να πάρει και δυο ανάσες πραγματικού κόσμου το παιδί. Ανάσες έντιμων ανθρώπων, ζώων και χωμάτων, παιδιών που ακούγονταν ακόμα να κελαηδάνε παίζοντας στους δρόμους. Ανάσες ουρανού και λουλουδιών.
Όταν επέστρεψαν, όλα και πάλι καλά. Κακώς έβαζε παράξενα πράγματα με το νου της. Κακώς της τσίτωνε η αγαπημένη –αλλά φιλύποπτη– ξαδέρφη να προσέχει. Τίποτα δεν υπήρχε παράξενο. Τίποτα που να της κινήσει την υποψία. Μονάχα να, πολύ καιρό αλήθεια το ’χε αυτό το σπίτι –σπίτι της– ασυμμάζευτο, βρόμικο μ’ έναν τρόπο. Ο Αύγουστος μπροστά ακόμη, μακρύς, γεμάτος ελεύθερο χρόνο για κείνη. Τράβηξε τα μαλλιά όλα πίσω μ’ ένα μαντίλι κι έβαλε ηλεκτρική, ν’ αφανίσει τις σκόνες ακόμα κι από τις πιο απάτητες γωνίες. Ύστερα τα βιβλία, τα πολλά ράφια βιβλία, στοίβες στοίβες στο μπαλκόνι να τα τινάζει στα πρώτα μελτέμια. Υπομονετικά. Νοικοκυρεμένα. Με την καλή της πρόθεση. Με την καλή πίστη του από πάντα αθώου.
       Όταν έφτασε στο πάνω ράφι είχε κουραστεί πια, αλλά περίσσευε μια καλή εικοσάτομη εγκυκλοπαίδεια, αποφάσισε ωστόσο κι άρπαξε τα πέντε πρώτα. Ελαφριές κόλες από λευκό χαρτί ανέμισαν μέσα στο καθαρό δωμάτιο. Το ραδιόφωνο έπαιζε ένα ξελιγωμένο τραγούδι της Τζένης Βάνου κι οι λευκές κόλες χαρτιού ανέμισαν σκόρπιες, μαγνητισμένες από την ύπαρξη μιας παράξενης ύλης στο σαλόνι. Πήγανε κι ήρθανε τ’ άσπρα φύλλα, ώσπου πέσανε στα ξυπόλυτα πόδια της.
       Και τότε. Τότε ήτανε, που η ανάσα της μπερδεύτηκε, κόμπος καταδικασμένος να μείνει ως έχει: κόμπος. Ο ήλιος αντιφέγγιζε στις τέντες. Το αίμα της ανέβηκε γρήγορο, απότομο, ικανό να την αποτρελάνει σε μία μονάχα στιγμή. Οι κόλες του χαρτιού δεν ήτανε λευκές. Ήταν γεμάτες σκίτσα – γιατί; Ήτανε γεμάτες από γυμνές λευκές γυναίκες – γιατί; Γυναίκες βιαστικά ζωγραφισμένες – ή άλλο τι; Γυναίκες που φέραν έντονα, στα αχανή τους πάλλευκα πρόσωπα, τα μάτια εκείνης. Εκείνης της γυναίκας –τώρα το ’χε πιστέψει, θα ’τανε σίγουρα από χρόνια τρελή και δεν το ’χε συνειδητοποιήσει– μπορεί και να έκανε μέγιστο λάθος, αλλά πόσο τραγικά είχε μάθει ν’ ακούει το ακριβό, βαθύ της ένστικτο, αυτό το αληθινά αλάνθαστο. Τα μάτια ήταν εκείνης. Της τυχαίας γυναίκας, της ασήμαντης, της όχι νέας. Της πρόστυχης.


το τρίτο μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία αυτή την εποχή।
Αποκτήστε το εύκολα με ειδικά προνόμια

Γιάννης Φιλιππίδης
Κρατάς μυστικό;
ISBN: 978-960-997-531-5