«Σελίδες καλοκαιριού»


Οι σελίδες για τα φύλλα του ημερολογίου που μυρίζουν καλοκαίρι, δεν αναφέρονται μονάχα –ούτε κυρίως- στις ημέρες που μετράνε τις εβδομάδες και τους αριθμούς στα τυπικά καλεντάρια των καθημερινών συνηθειών μας. Αν έχεις κολλήσει κοινωνικά, εργασιακά ή μ’ όποιον άλλο τρόπο στο τσιμέντο και δε το σκας καν για ένα επιπόλαιο μπάνιο σε αττική ακτή, ευωδιά δεν σου ‘ρχεται, στέκεσαι στο μαράζι της αναβράζουσας ιδρωμένης ασφάλτου, στο καμίνι εκατοντάδων χιλιάδων καταλυτών, σε μια ατμόσφαιρα που εκπέμπει άρρωστα αέρια στο φουλ.

Για να μυρίσεις καλοκαίρι, χρειάζεσαι μια ευκαιρία· λίγη τύχη περισσότερη στον καιρό μας ή μια πινελιά αναρχία παραπάνω να υπερνικάει τη λογική, στην πρώτη ευκαιρία που θα σου δοθεί ή θα την προκαλέσεις με προδιαγραφές προσωπικής προμελέτης: για να μυρίσεις θάλασσα, πρέπει κι έχεις άξιους λόγους να ταξιδέψεις στα μίλια που χαράζουν οι ορίζοντες, να περπατήσεις μπαίνοντας σαν επιβάτης έναν καραβίσιο καταπέλτη, ν’ ανησυχήσεις για τις αποσκευές σου ευκαιριακά κι ύστερα ν’ ανέβεις δυο-δυο τα σκαλοπάτια ως το κατάστρωμα και να σταθείς εκεί ψηλά, ώρα αρκετή πλάι στους ομοϊδεάτες σου: τους καπνιστές από τη μια κι όσους θέλουν ν’ απολαύσουν την αναχώρηση όπως κι εσύ, άσχετα αν ο απογευματινός ήλιος σας  ψήνει σαν ολότητες σε σταθερή θερμοκρασία, εκτιμώντας την ευκαιρία που σας δόθηκε να ταξιδέψετε, δίχως να βιάζεστε να καβαντζάρετε «αεροπορικά» ημιδιαλυμένα καθίσματα, που σου εξασφαλίζουν το οn –ή αλλιώς καθόλου- των ελληνικών καραβιών στον κλιματισμό, που ως την άφιξή σου στο νησί που πας, θα σου ‘χει δώσει φρεσκάδα παγωτού στις γάμπες, αν τυχόν ξεχάστηκες και θέλησες να ταξιδέψεις με πόδια μισοντυμένα, γιατί έφυγες συνειδητά κι αποφασισμένα, να φορέσεις τα ελαφρύτερα σου ρούχα, σκέψη κι ανάγκη φυσική έτσι κι αλλιώς, μιας και την κοπανάς συνειδητά από τα στενά της αστικής ζώνης για τα νησιά του προσωπικού σου κάπου αλλού.

Στέκεσαι ψηλά στο προτελευταίο διάζωμα για να μη νομίσεις στιγμή, ότι ο φρέντο σου μυρίζει πετρέλαιο  από τους καυστήρες που εκπνέουν απ’ τα μεταλλικά σωθικά του πλοίου προς τον ουρανό κι ας ξεμένεις ν’ αναγνωρίζεις τα φουγάρα σα θαυμαστό σύμβολο της ίδιας αυτής της διαφυγής σου, διατηρώντας στα χείλη σου μια έκφραση παιδικής ευχαρίστησης, που παραπέμπει στην αφέλεια και μη νοιαστείς στιγμή για την εικόνα σου στους άλλους. Διαφυγή σημαίνει ελευθερία κι αν μπεις στην ίντριγκα να σκεφτείς τι θα ‘χουν να θυμούνται από σένα τον/την άγνωστο/η ταξιδιώτη/ισσα, το ‘χεις χάσει ελαφρώς το νόημα και ξαναβρές το, μιας κι η φυγή σημαίνει πρώτιστα για σένα ελευθερία, άσχετο αν το ξεχνάς τρακόσιες τουλάχιστον μέρες το χρόνο.

Γιατί ταξίδι θαλασσινό, είναι να βλέπεις τους προβλήτες του Πειραιά ν’ απομακρύνονται αργά κι ηδονικά και να στεριώνεις μέσα σου την πεποίθηση ότι κατάφερες να φύγεις τελικά από το αχανές λεκανοπέδιο, που καταπίνει την πιο πολλή ζωή σου αδηφάγο τις περισσότερες φορές, αναπόφευκτα ωστόσο. Να βλέπεις μ’ επιμονή το πρώτο λιμάνι της χώρας σου ν’ απομακρύνεται, αποκτώντας προδιαγραφές κι υπόσταση μικρογραφίας ή μακέτας παιδικού παιχνιδιού, τον ακατοίκητο από αιώνες πύργο  του ή τον Οργανισμό Λιμένος να φαντάζουν κτίρια παιχνιδένια μεγέθους επιτραπέζιας Μονόπολης και το γοητευτικό μπάσιμο της Πειραϊκής, μιας δρασκελιάς βόλτα.

Ξοδέψου λιγάκι παραπάνω εκεί, καθιστά σε μπροστινή καρέκλα ή στα όρθια, αγκαλιάζοντας το καυτό λευκό κάγκελο, που απ’ τα πιο φρέσκα νιάτα ως τα βαθιά σου γεράματα αν αξιωθείς, θα μυρίζει για πάντα πρόχειρα πασαλειμμένο ντουκόχρωμα, που δίνει παράταση ζωής στα εξαρτήματα του πλεούμενου, που βάλλονται για χρόνια πολλά από την οξύτητα της αρμύρας, που ‘χει τη δύναμη να σου θυμίσει παλιότερα ταξίδια, τόπους και πρόσωπα, περιστασιακά ή αγαπημένα δια παντός.

Γι’ αυτήν ακριβώς την οξύτητα σου μιλάω, αυτήν που έπαιξε σαν ισχυρότερο συνειδητό, υποσυνείδητο ή ασυνείδητο επιχείρημα ίσως στην απόφαση μιας τέτοιας διαδρομής, που μετριέται σε αργόσυρτα πια –μιας και κανείς δε βιάζεται να στερηθεί παραπανίσια καύσιμα- ναυτικά μίλια και μη επιτρέψεις στο νου σου να γκρινιάξει στιγμή. Γιατί αργά-ξεαργά, το καράβι θα σε αποβιβάσει εκεί που προγραμμάτισες, πόθησες, αγαπάς ή ονειρεύτηκες να πας.

Κι αν θες τη γνώμη μου και συνηθίζεις να ταξιδεύεις με τον φορητό υπολογιστή σου, κράτησε τον στη βαλίτσα σου ή κλειστό και απέφυγε τη χρήση του κινητού, που ‘χει συνδεθεί οριστικά με τη ζωτική φλέβα του δεξιού σου χεριού σε σχέση συνύπαρξης κι εξάρτησης, αφού αυτά σε επιστρέφουν μέσα από τις επαφές, τις ειδοποιήσεις και τα κοινωνικά δίκτυα, πίσω: εκεί απ’ όπου ονειρεύτηκες να διαφύγεις. Κράτα μονάχα ένα βιβλίο επιλεγμένο στην τσάντα που κουβαλάς στον ώμο, εκείνο θα σε αποπλανήσει συναισθηματικά περιτριγυρίζοντάς σε με αναγκαία εγκεφαλική και φυσική σιωπή κι οι χάρτινες ιστορίες θα αποτελέσουν κομμάτι της μνήμης, που αφήνει στο πέρασμά της η προσωπική σου ολοδική ιστορία. Μακριά από ανθυγιεινές οθόνες τηλεοράσεων και φτηνά υποπροϊόντα εικόνας, κινητά και λάπτοπ που δε σταματούν να σου δίνουν αναφορά για ό,τι συμβαίνει κι άφησες ηθελημένα πίσω σου.

Έτσι μονάχα δε θα ξεχαστείς να δεις το γέρμα του ήλιου μεσοπέλαγα, ούτε θα ξεφύγεις από τη μοναδικότητα των λιμανιών και των ενδιάμεσων στάσεων, ή τη μαγεία θολών εικόνων από νησιά ή μακρινές ακτές, που θα παραμείνουν υπαρκτά, μολονότι αχνοφαίνονται στον ορίζοντα, θαμπά στα -κουρασμένα απ’ τα πολλά- οπτικά σου κέντρα.

Γιατί τέτοιες στιγμές μονάχα θα καταφέρεις ν’ αναλογιστείς τη μεγαλοπρέπεια του τοπίου, το ίδιο το γεγονός, πως η υδρόγειος είναι υπόθεση αλλιώτικη κι οι γεωγραφικές συντεταγμένες απροσπέλαστες κι εσύ μικρός ή μικρή, όσο και τα μερεμέτια προβλημάτων, κινδύνων ή φοβικών συνειρμών, που μόνο μια τέτοια στιγμή κρατάς σε κουτάκια ανοιχτά κι ατακτοποίητα, παρατημένα στα ραφάκια του νου σου και μπορείς να εκμεταλλευτείς την ευκαιρία να τα μετρήσεις όλα τους τόσο μικροσκοπικά, όσο λιγοστές και φευγαλέες στον άνεμο κόκκους άμμου συναντήσεις στις ακτές του δεδηλωμένου προορισμού σου.

• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα: