«Τι σχήμα έχουν οι λέξεις σου;» • Γιάννης Φιλιππίδης


Τι ‘ναι για σένα οι λέξεις σου, εκτός από έννοιες; Στάθηκες ποτέ να τις φανταστείς, εικόνες ή από ύλη γενόμενες κι όχι τραγούδια φθόγγων της φωνής ή τυπωμένοι γραμματικοί χαρακτήρες; Φρονώ ότι η φαντασία σου δε στερείται εύρους, μόνο να, κάποιες φορές είναι που στ’ αλήθεια στεκόμαστε σε σκέψεις τέτοιες, συνειρμικά ποιητικές πες τες αν θες, εγώ θα τις χαρακτήριζα πραγματικά  μονάχα σαν ελεύθερες σκέψεις αναπνέοντος νου. Τα λογικά μας, ακέραια δηλαδή. Κι ο λόγος μας, που στήνεται από τουβλάκια τις λέξεις ή με κόμπους ώριμου ροδιού ονειρέψου  τις αν προτιμάς, έχει νόημα ν’ αποκτήσει ξανά υπόσταση πολλαπλή μέσα σου και μέσα μου, ως του αξίζει.

Επικεντρώσου στην παλιά κινέζικη παροιμία για την εικόνα και τις χίλιες λέξεις κι επαναστάτησε, αντιστρέφοντας την πάνσοφη –αλλ’ ανεπίκαιρη για μας- ρήση. Μια λέξη, πρώτα απ’ όλα είναι από μόνη της εικόνα. Το στάρι όλου αυτού του κόσμου απλωμένο σε χιλιάδες εκτάρια ή ένα ατύχημα στην παραλιακή, που σε κάνει να κατεβάζεις αυθόρμητα τα βλέφαρα. Είναι μια παρέα γράμματα η καθεμιά τους και ταυτόχρονα ένα καράβι με σαφή προορισμό, η κούνια ενός μωρού με κείνο γελαστό πολύ, η σκέψη ενός άστεγου στο πλάι της Τραπέζης της Ελλάδος εκεί στα παραπήγματα από νάιλον. Το γέρμα του ήλιου ώρες και στιγμές, που τρέχεις διψασμένα να κρατήσεις στις εμπειρίες σου ακόμα και κείνη την άγια ώρα, που η φύση ολάκερη δηλώνει με τη σιωπή της σεβασμό προς τον Δημιουργό ή ό,τι τον αντιπροσωπεύει με ακρίβεια μέσα σου. Λέξεις είναι οι εικόνες των επίορκων πολιτικών, αλλά κι οι πικροδάφνες που ανθοφορούν όσο σφίγγουν οι ζέστες, που ποθείς να ‘ρθουν για να θερμάνουν και να ξεκουράσουν εαυτόν και κορμί από την κόπωση του χειμώνα.

Αλλ’ άσε λέω τώρα, τις λέξεις να παραμείνουν ήχοι ή διάστικτες σελίδες κι έλα να τις πάρουμε πάλι αλλιώς, σα συναισθήματα αυτή τη φορά. Αναλογίσου πόσα σπαραξικάρδια κι άλλοτε πάλι μπιτ αδιάφορα αισθήματα μπορεί να σου ταξιδέψει μια λέξη· από το μακρινό σου γύρω ως το ερμητικά κλεισμένο θυμικό σου. Μυστικές φωνές θα υπάρξουν, να σου εντείνουν το Βαλκάνιό σου αυθορμητισμό κι αν ο νους σου αφεθεί, θα φανταστεί χιλιάδες σαν εσένα, μιλούνια μακρύτερα άλλους τόσους, που θ’ αντιλαμβάνονται τη ζωή σαν ιδρώτα από καλό ή από κακό. Μια λέξη-τουβλάκι της δόμησης του νου, θα σου φέρει την πίκρα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, άλλοτε πάλι την προσμονή για ό,τι δεν προχώρησε, ούτε ολοκληρώθηκε, αλλά εσύ ακόμα ελπίζεις· κι ελπίζεις με γρανιτένια θέληση, επειδή μια τέτοια πεποίθηση σε θεραπεύει από την έλλειψη αυτού ή αυτής που ονειρεύτηκες πλάι σου κι οριστικά, σε στιγμή που η σκέψη σου ξέφευγε ελεύθερη όπως σήμερα.

Κι όπως απόψε, που θα νυχτώσουμε ως να σε πάω λιγάκι παρακάτω, να σου θυμίζω ότι οι λέξεις πλημμυρίζουν μυρωδιές: καυσαέριο παιγμένου καταλύτη ή άρωμα γιασεμιού αν πρόλαβες στην παιδική σου ηλικία, να κρατήσεις οσμές πραγματικού παλιού χωριού, μ’ ολάνοιχτα παράθυρα και σκέψεις γυμνές ανάμεσα σε συντροφιές αγοριών ή άλλες ανεξάρτητες και κοριτσίστικες, για τότε λέω, που τις νύχτες, στους τόπους των  διακοπών μας, κατάκοποι από το ολοήμερο παιχνίδι και τόσο –μα τόσο- ήλιο, ξεμέναμε στα πεζούλια από ενσταντανέ στα οικογενειακά μας άλμπουμ, να αναπτύσσουμε με σιγουριά ανταποκριτή του CNN, όλες τις πιθανές ιστορίες συνωμοσίας που είχαμε προλάβει ν’ ακούσουμε ως τα πιο πριν, με τις δικές μας σάλτσες ντομάτας βέβαια, που δεν παραλείπαμε για να φανούμε μια ιδέα πιο ψηλοί στα μάτια της υπόλοιπης παρέας, ως τη στιγμή που φεύγαμε εξοντωμένοι για τα παλιά μεταλλικά κρεβάτια μας με τα άθλια –αλλά πολύτιμα για μας τότε- αφρολέξ;

Ορφανή ψυχή μου, απόψε θα σου ματαπώ ότι οι λέξεις εκφράζουν εκτός από εικόνες, συναισθήματα-ιδέες του μυαλού σου κι άλλα τέτοια, μυρωδιές, αφές. Ντόπια χωριάτικη σαλάτα πλήρης θερμίδων κι αρωμάτων και ταυτόχρονα στυφό μούδιασμα από φάρμακο, που αναγκάζεσαι να λαμβάνεις ημερησίως για το χατίρι μιας χρόνιας ασθένειας. Απολαυστική γρανίτα έπειτα από πολύωρο θαλασσινό μπάνιο ή μοσχαρίσια ροδοψημένα κομμάτια κρέατος, βουτηγμένα σε γίγαντες φασολάδα, γινωμένα όλα μ’ επίβλεψη σοφίας αιώνων στη χόβολη του παλιού χτιστού φούρνου.

Ν’ απελευθερώσουμε λέω στη δύσκολη εποχή τα όμορφα να στήσουν τη δική τους πόλη-κράτος, κατά το πως λέγαμε παλιά. Και ν’ απλώσουμε σαν τις παλιές γυναίκες της υπαίθρου τραχανά, τις λέξεις που λερώνουν τη σκέψη και την κάθε μέρα μας: οσμές των σκληρών καιρών, μυρωδιές σκουπιδιαρεύοντος καιρού, εικόνες σκοτεινών μεγάλων οδών και ασαφούς χάους. Όλα εκεί, στο πάνινο σπαστό ντιβανάκι των παλιών ζυμαρικών, ως να λευκάνουν, λευκότερο λευκό ακόμα κι αν φτάσεις πονηρά να το συγκρίνεις με τις πιο αισιόδοξες μας σκέψεις…

• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα: