ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: Συνέντευξη με τον ΓΙΑΝΝΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη


         Τον συγγραφέα Γιάννη Φιλιππίδη τον ‘γνώρισα’ μέσα από το κοινωνικό διαδικτυακό τόπο του Facebook. Σαν όνομα δεν μου ήταν άγνωστος, υποθέτω από την ιδιότητά του ως ηθοποιός, όμως η συγγραφική του ιδιότητα ήταν αυτή που με κέρδισε και που τον κατέταξε ανάμεσα στους πιο ταλαντούχους έλληνες συγγραφείς της εποχής μας. Το πρώτο δικό του βιβλίο που διάβασα και πραγματικά λάτρεψα ήταν η συλλογή διηγημάτων«Μα Το Ψάρι Είναι Φρούτο». Ακολούθησε το εξίσου εξαιρετικό και πολύ δυνατό μυθιστόρημά του «Κρατάς Μυστικό;», που θεωρώ πιο επίκαιρο από ποτέ, στη συνέχεια το συναρπαστικό πρώτο μυθιστόρημά του «Η Μυρωδιά Σου Στα Σεντόνια Μου» και, πρόσφατα, το τελευταίο υπέροχο βιβλίο του «Ο Απρίλης Στάθηκε Αλήτης», με το οποίο ταυτίστηκα σε πάρα πολλά σημεία και θεωρώ ένα από τα πιο αισιόδοξα μυθιστορήματα που μπορεί να διαβάσει κανείς. Αυτό που συμπέρανα για τη γραφή του Γιάννη Φιλιππίδη είναι πως έχει ένα μοναδικό, προσωπικό στυλ, με συνεχείς εναλλαγές μεταξύ αστείου και σοβαρού – οπότε γράφονται και οι πιο σημαντικές αλήθειες – συγκινητικού, ερωτικού, σαρκαστικού, τρυφερού και αληθινού, με ανεξάντλητες πινελιές ευρηματικότητας, φαντασίας και ονειροπόλησης. Το αποτέλεσμα είναι βιβλία μοναδικά, συναρπαστικά, πρωτότυπα που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος, που εμπλουτίζουν την ψυχή με άπειρα συναισθήματα.
          Θέλω να ευχαριστήσω θερμά το συγγραφέα για το χρόνο που διέθεσε απαντώντας διεξοδικά στις ερωτήσεις των «Φίλων Της Λογοτεχνίας» και να του ευχηθώ κάθε επιτυχία σε όλα τα βιβλία του, αλλά κυρίως στον πιο πρόσφατο «Αλήτη Απρίλη» του!  

1) Αγαπητέ κ. Φιλιππίδη, είστε ένας συγγραφέας με επτά βιβλία στο ενεργητικό σας, κυρίως μυθιστορήματα αλλά και διηγήματα και θεατρικά,  ενώ ασχοληθήκατε με την ηθοποιία, το θέατρο, αλλά και την συμμετοχή σε δικό σας εκδοτικό οίκο, την ‘Άνεμος Εκδοτική’. Ποιό ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και πόσο εύκολος είναι ο συνδυασμός των παραπάνω ιδιοτήτων σας;

Υπήρξα για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια σαν επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά η εξέλιξη μιας γενετικής πάθησης που αφορούσε στην οπτική μου ικανότητα, είχε αρχίσει να κάνει τη δουλειά μου πολύ δύσκολη, μιας και όφειλα – δε μπορούσα να διαβάσω φανταστείτε, τυπωμένο χαρτί – να απομνημονεύω κείμενα και σκηνοθετικές οδηγίες, ενόσω οι συνάδελφοι ήταν ακόμα στην πρώτη ανάγνωση. Έτσι δούλεψα για τελευταία σεζόν το 2006-07.
Το επόμενο καλοκαίρι θα κυκλοφορούσε το δεύτερό μου μυθιστόρημα («Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι “αχ”»), που όπως και το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» (2006), θα έκανε επιτυχία τέτοια, που θα μου άφηνε τα περιθώρια να λειτουργώ αποκλειστικά μέσα από τη συγγραφή. Δυόμισι χρόνια αργότερα, η Άνεμος Εκδοτική, το δικό μας λογότυπο, θα έδινε καινούργια ώθηση σε μας και τους δημιουργούς μας, που προστέθηκαν στην εκδοτική οικογένεια με τον καιρό.
Έτσι, το μόνο που έχω να μοιράσω, είναι ο χρόνος μου, ανάμεσα στην ευθύνη των εκδόσεων, θέση δύσκολα διαχειρίσιμη και με σημαντικές υποχρεώσεις από πολλές απόψεις, και την συγγραφή. Αλλά, όταν ασχολείσαι ως κι επτά μέρες την εβδομάδα με αντικείμενα που αγαπάς, το συναίσθημα είναι εκείνο που σε επιστρέφει σε ένα ανοιχτό χειρόγραφο, που περιμένει κι εξελίσσεται. Τα μόνα που αλλάζουν, είναι ο μύθος, το συναίσθημα κι οι εποχές. Όταν, όμως, η συγγραφική ενασχόληση γίνεται ο τρόπος για ν’ αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο γύρω σου, η εξάρτηση από το γράψιμο, είναι μια εσωτερική ζυγαριά, που χαρίζει πίσω στον/στην συγγραφέα, την ψυχική του ισορροπία, που ίσως να μην είχε αν δεν απέδιδε σε λέξεις, τα όσα αισθάνεται.

2) Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και πόσο δύσκολο είναι να  συγκεντρώσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να συνδυάσετε τυχόν ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία;

Η έμπνευση για έναν συγγραφέα, είναι μια ζύμωση συναισθημάτων, που δεν διακόπτονται συχνά στα διαστήματα που ο ίδιος γράφει, αναπτύσσοντας σ’ ένα χειρόγραφο τη μυθοπλασία του. Το δύσκολο είναι ν’ αγγίξεις το δέρμα των ηρώων σου, να ντυθείς χαρούμενα, οφείλεις μαζί τους – όπως κι απέναντι στον εαυτό σου, ακόμα κι απέναντι στον/στην αναγνώστη/στριά σου – να είσαι και να φανείς ως το τέλος ενός βιβλίου, αληθινός κι ειλικρινής. Η αναζήτηση ιστορικών στοιχείων, παλιότερα, ήτανε σκοτεινή υπόθεση, έκλεβε χρόνια από τη ζωή των συγγραφέων, τώρα τα πράγματα γίναν ευκολότερα με τη χρήση του διαδικτύου, όταν χρειάστηκε σ’ εμένα να μάθω για παράδειγμα, ποιες μέρες το χρόνο ακριβώς ανθίζει το γιασεμί, το ‘χα πληροφορηθεί ίσως και σε λιγότερα από πέντε λεπτά. Ακόμα, ωστόσο, κι αν δεν εμπεριέχεται κανένα στοιχείο ιστορικού χαρακτήρα, ο διαδραματιζόμενος χρόνος ενός βιβλίου πρέπει ν’ αποτυπώνει σωστά την κοινωνία στα χρόνια που αναφέρεται. Κι εδώ αξίζει να πούμε στις φίλες και τους φίλους μας, ότι ο δυσκολότερος χάρτης – κλειδί για έναν συγγραφέα, είναι οι ζωές των ίδιων των χάρτινων ηρώων του, που πρέπει να ‘χουν ενορχηστρωθεί χρονικά με το μύθο, να δείξει την εξέλιξη των προσώπων ενόσω αυτά συμπλέουν και λειτουργούν μαζί στο ίδιο βιβλίο. Αυτό είναι πάντα ένα στοίχημα ενεργό του συγγραφέα με τον εαυτό του, που συχνά τον ταλαιπωρεί, φυσικά ή συναισθηματικά. Αλλά όταν ακολουθεί το αντικείμενο της γραφής, είναι έτσι κι αλλιώς έτοιμος, ν’ αντιμετωπίσει το όποιο κόστος.

3) Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες τις οποίες περιγράφει και πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη;

Στην ιστορία της λογοτεχνίας που δε σταματάει ν’ αριθμεί νέες σελίδες, υπήρξαν συγγραφείς και ποιητές, που ταξίδεψαν ελάχιστα, αλλά γέμισαν βιβλία με θαλασσινές ή αλλοτινές μνήμες, που πάντα θ’ αγαπάμε. Το καλύτερο όμως, είναι να γνωρίζουμε καλά για όσα γράφουμε, ώστε τα γραπτά μας, να χαρακτηρίζονται από αλήθεια και πιστότητα, ακόμα κι αν αυτό, δεν έχει να κάνει μόνο με τοποθεσίες, αλλά συναισθήματα, συνήθειες ή ανάγκες ζωής κι όλα όσα μπορούν να καθρεφτιστούν μέσα από την ποίηση ή τη συγγραφή. Είναι αλήθεια ακριβή στις ημέρες μας, αλλά καλό είναι αν κάποιος θέλει να αποτυπώσει μια άλλη χώρα, να την έχει επισκεφτεί, είναι σίγουρο ότι άλλα φαντάζεται, κι άλλα θα βρει εκεί. Σε κάθε περίπτωση, ο δημιουργός αξίζει να ‘ναι αληθινός. Και για να μπορεί να αποτυπώσει υπερβατικά τη ζωή σε χαρτί, θα ‘ναι καλό, όσα καταπιάνεται ή φωτογραφίζει, τόπους, τον χρόνο, ακόμα και το συναίσθημα, να τα ‘χει πρώτα βιώσει ο ίδιος.

4) Έχετε συμπεριλάβει ποτέ σε βιβλία σας κάποια προσωπικά σας βιώματα; Πόσο εύκολο, ή επώδυνο ήταν αυτό και πόσο εφικτή ήταν η αντικειμενική προσέγγισή τους συγγραφικά;

Αυτή την εποχή το κάνω στ’ αλήθεια για πρώτη φορά, στο όγδοό μου βιβλίο, το έκτο μυθιστόρημά μου, που θα πάρει τη θέση του στα βιβλιοπωλεία, όταν νιώσω εγώ προσωπικά, πλήρης για το αποτέλεσμά του. Στην πεζογραφία λέμε, ότι μέσω της μυθιστορίας τρίτων προσώπων, ο συγγραφέας λησμονάει τον εαυτό του, αλλά επιστρέφει συνεχώς σ’ αυτόν για ν’ αντλεί συναισθήματα κι ιδέες. Το μυθιστόρημα, λοιπόν, που γράφεται αυτή την εποχή και θα πάρει κάποιον καιρό, απροσμέτρητο ακόμα, γεννιέμαι την ίδια χρονιά και στις ίδιες συνθήκες με τον φυσικό μου ήρωα και το κορίτσι του. Χρειάστηκα περισσότερο από έναν χρόνο, για ν’ ανασύρω μνήμες κι αξίες εκείνης της δεκαετίας – του ’70 – ξεκινώντας με αφετηρία το σήμερα δυο ανθρώπων, που ήτανε γραφτό να γεννηθούν και να μεγαλώσουν μαζί, σαν παιδιά κατ’ αρχήν, σαν έφηβοι κι ενήλικες μετά. Ήταν ίσως ανάγκη μου, να βρεθώ στο όγδοο βιβλίο μου, για να νιώσω ασφαλής κι ώριμος, να «φορτώσω» στον κεντρικό ήρωα ειδικά δικά μου συναισθηματικά χαρακτηριστικά και βιώματα, που ξεκινούν από μένα αλλά σκιτσάρουν έναν άνθρωπο με ειδικά χαρίσματα, από κει και πέρα λαμβάνει χώρα ο μύθος. Αλλά οι προσωπικές μνήμες, έχουν ανάγκη από την ανάλογη ανάδειξη. Κι αυτό με φέρνει πιο κοντά τους, ο χρόνος κάνει το ρολόι να γυρίζει ιλιγγιωδώς ανάποδα. Αλλά, με «ισιώνει» πνευματικά με την εποχή της περισσότερης αθωότητας, ο περιορισμός είναι όσα ΔΕΝ επιθυμώ να δείξω, αλλά η γλύκα όσων αφήνω στο χαρτί, είναι αξεπέραστη. Αρκεί να νιώθεις ώριμος να το κάνεις.

5) Στα βιβλία σας έχετε καταπιαστεί με ποικίλα θέματα κοινωνικού, χιουμοριστικού και ερωτικού περιεχομένου. Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο;

Από την έμφυτη ανάγκη σου για συγγραφή ξεκινάς, το πότε έχει να κάνει με τη στιγμή που νιώσεις πως όσα έχεις μέσα σου δε κρύβονται με καμία δύναμη, ξεχειλίζουν από μέσα σου, διαπλέκονται γλυκά τα πρόσωπα, οι σχέσεις, η εξέλιξη μιας ιστορίας. Αλλά είναι πεποίθησή μου το γεγονός πως, αν σου δώσουν την ευκαιρία να γράφεις και να εκδίδεις βιβλία επιλογής δικού σου ύφους και περιεχομένου, τότε το στασίδι και τα χρόνια που σπαταλάει ένας συγγραφέας από τη ζωή του για να παράξει έναν αριθμό τίτλων που θα ζεσταθούν από τις αγκαλιές ενός μεγάλου κοινού, σου δίνουν την επιστημονική σκέψη, που έχεις ανάγκη στο αντικείμενό σου, λέξη τη λέξη, κεφάλαιο το κεφάλαιο, βιβλίο το βιβλίο. Αρκεί να μην πάψεις στιγμή να γράφεις με ειλικρίνεια και ευθεία κρίση. Μόνο έτσι οι φίλοι/ες σου, θ’ αγαπήσουν ένα, ή το κάθε ένα από τα βιβλία σου. Ειδήμων, γίνεσαι μόνο με σκληρή δουλειά που κλέβει ό,τι ακριβότερο, τον χρόνο σου τον ίδιο. Αν δε συμβαίνει ανώφελα, πολλοί θα ‘ναι όσες και όσοι θα συντονιστούν με το έργο σου.

6) Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας «επισκέπτεται» η συγγραφική σας  έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε, ή είναι κάτι που ‘ρέει’ αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;

Η ροή των σκέψεων, όπως και η οπτική για τον κόσμο που αποκτάς γράφοντας, σου εμπνέει την ανάγκη, να ‘σαι μόνιμα λίγο… ‘αγγελοκρουσμένος’, για να το πω με σαφήνεια. Κι οι νέες ιδέες, εμψυχώνουν τις υπάρχουσες, οι καλύτερες στιγμιαίες εμπνεύσεις, καθορίζουν στο να καταγραφούν σ’ ένα βιβλίο, οι πολυτιμότερες απ’ αυτές.

7) Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο μυθιστόρημά σας αρκείστε στη δική σας μόνο αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα τη γνώμη κάποιου οικείου σας προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεστε;

Δεν αισθάνομαι –ακόμα και μετά από τόσα βιβλία- τη βεβαιότητα ότι ένα βιβλίο φεύγει για το τυπογραφείο, πριν ακούσω πρώτα τις γνώμες των φίλων μου, που ‘ναι συνήθως ενθαρρυντικές και σπάνια δηλώνουν ενστάσεις, οι οποίες ίσως και να θέλουν την τελευταία ματιά μου στο γραπτό. Η εμπειρία των ετών, μου δίνει την ασφάλεια, να επιλέγω όσες και όσους από τους φίλους και τους συνεργάτες μου – που έχει ο καθένας τις δικές του προσλαμβάνουσες – κι όσα εισπράττω απ’ αυτούς/ες είναι για μένα, ό,τι πολυτιμότερο, πριν ένα χειρόγραφο, γίνει βιβλίο που θα το δουν χιλιάδες άνθρωποι.

8) Ο συγγραφέας Γιάννης Φιλιππίδης βρίσκει το χρόνο να διαβάζει και για δική του ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο του; Όταν συμβαίνει αυτό, ποιό είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστης και γιατί;

Επιλέγω πάντα την ανθρωποκεντρική πεζογραφία, που καταγράφει ταυτόχρονα την εποχή της, έχει εικόνες, αρώματα και συναισθήματα από τη χώρα μας και το λαό μας. Εστιάζω γενικά στο τι γράφεται στη σύγχρονη εποχή για το λαό μας. Οι επιρροές, αλλά κι οι συνειρμικές σκέψεις που οδηγούν σε νέες εφαρμοσμένες γραφές, είναι ζητήματα για μένα όχι μόνο αναπόφευκτα, αλλά και σημαντικά.

9) Ποια είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί επιρροές από κάποιους ομότεχνούς σας, έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς, στο δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Από τα νεανικά μου χρόνια, πολύ καιρό πριν αρχίσω να γράφω ο ίδιος, θέλησα από ισχυρή παρόρμηση να διαβάσω το τι γράφεται στη χώρα μου. Ενόσω θα ‘πρεπε να ‘χω πέσει με τα μούτρα, γνωρίζοντας λόγω σπουδών το παγκόσμιο ελληνικό θέατρο, αισθάνθηκα επάρκεια νωρίς από βιβλιογραφία ξένου θεάτρου, η αντίστοιχη είναι τόσο φτωχή, που τη γνωρίζεις εύκολα και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η επόμενη σκέψη μου, ήτανε να βυθιστώ στην ελληνική πεζογραφία, όλη εκείνη την περίοδο, ξεκοκάλισα κυριολεκτικά Έλληνες συγγραφείς, η τριβή και η ανάγνωση, κράτησαν χρόνια. Γι’ αυτό και, δύσκολα μπορώ να ξεχωρίσω συγγραφείς πρότυπα, μπλέκονται οι σύγχρονοι με τους παλαιότερους, η Λιλή Ζωγράφου με την Εύα Ομηρόλη, η Αλκυόνη Παπαδάκη με τον Αντώνη Σαμαράκη, την Ευγενία Φακίνου, τον Παύλο Μάτεση, τον Καραγάτση και τον Ξανθούλη, αλλά υπήρξαν και τίτλοι από μη-συγγραφείς, σαν την ηθοποιό Ελένη Ζαφείριου, που σ’ ένα και μοναδικό βιβλίο, κατέγραψε με συγκινητική ειλικρίνεια, την ίδια της τη ζωή, σ’ ένα βιβλίο σαν το «Τι να σου πρωτοθυμηθώ, βρε μάνα» (εκδ. Πανός), που με εξέπληξε με την αυθεντικότητα και το ήθος του. Και δεν ήταν το μόνο σ’ αυτή την κατηγορία των «ανεξάρτητων».

10) Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε λατρέψει και το οποίο «ζηλεύετε» ως λογοτεχνικό έργο και θα θέλατε να έχετε συγγράψει εσείς;

Βέβαια, και είναι η «Μητέρα του σκύλου», του Παύλου Μάτεση (εκδ. Καστανιώτης) ή το «Πάντα καλά» του ίδιου συγγραφέα.

11) Πιστεύετε πως οι συγγραφείς θα έπρεπε να προβληματίζουν τους αναγνώστες "κεντρίζοντας" τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός; Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να ‘περάσετε’ στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Το αναγνωστικό κοινό διαφέρει, όταν τα βιβλία ενός συγγραφέα έχουνε διαφορετικό περιεχόμενο και δεν επαναλαμβάνουν «πετυχημένες» συνταγές, που ξανοσταίνουν τη δύναμη ενός, ενδεχομένως, πολύ σημαντικού πρώτου βιβλίου. Πέραν αυτών, η πεζογραφία μέσα από την ψυχαγωγία, δηλ. ‘Την αγωγή της ψυχής’, οφείλει κατά την κρίση μου, να μην ξεπέφτει μόνο στη φτηνή δράση ή την ίντριγκα, αλλά να μεταλαμπαδεύει αξίες, εποχές και συναισθήματα από μια Ελλάδα που συνεχώς αλλάζει, κι αυτό δε συμβαίνει προς το καλύτερο. Είναι ανάγκη όσο ποτέ, να κρατήσουμε εμείς, όσο και οι φίλες/οι μας, την ουσία που απορρέει από τη δική μας προσωπική επικαιρότητα, την καθημερινότητά μας, τα θέλω μας τα απραγματοποίητα, που αξίζει να μείνουνε μέσα μας αξιακά, ζωντανά σαν ιδέες και σαν στόχοι.

12) Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να πειραματίζεται θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;

Ο Γιώργος Μανιώτης είχε πει πριν χρόνια, πως όταν ο συγγραφέας υπακούει τις επιταγές του κοινού του, εκπορνεύει την όποια δύναμή του. Είναι ρίσκο ν’ αποφεύγεις τις «συνταγές». Αν όμως δε σκέφτεσαι καινοτόμα σα δημιουργός, δεν κάνεις πια τέχνη, ούτε προσπαθείς γι’ αυτήν. Ωφελείσαι μόνο εμπορικά, χωρίς να βελτιώνεσαι με βιβλία που υποπέφτουν στην ευτέλεια.

13) Είχατε κάποιους "ενδοιασμούς" όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε από το αναγνωστικό κοινό;

Οι δικοί μου άνθρωποι ήταν αυτοί που επέμειναν να ξεκινήσω να το στέλνω, επιλεκτικά το ‘κανα κι έτρεμαν τα δάχτυλά μου από αίσθημα ευθύνης, τις στιγμές που κόλλαγα στις αποστολές μου τα γραμματόσημα. Παρέμεινα διστακτικός ωστόσο για καιρό, περίμενα χρόνια, είχα και την πεποίθηση ότι δεν είμαι άσχετος με το βιβλίο και την τυπογραφία, αλλά ήθελα να με διαλέξουν σα χειρόγραφο, κάποιος ή κάποια να βρεθεί να το αγαπήσει, να το εγκρίνει. Για τότε μετέθετα την απεμπλοκή μου από την ανασφάλεια! Έλεγα ότι αν όντως κάποιος βιβλιογνώστης το διακρίνει, τότε ίσως αξίζει να υπάρξει και τυπωμένο. Αυτό που θα θυμάμαι για πάντα είναι ότι, ανεξάρτητα από τις θερμές εκδηλώσεις των οικείων μου, τελειώνοντας εκείνο το πρώτο ακόμα βιβλίο, ένιωσα ότι κρατούσα για πρώτη φορά ένα προϊόν τέχνης, για το οποίο αισθανόμουν, πως δεν χαράμισα άδικα τον ελεύθερο χρόνο μου για περισσότερα από τρία χρόνια, σ’ ένα ταξίδι λέξεων, που αισθάνθηκα ότι άξιζε πολύ κέντημα.

14) Εσείς, με όλη την πείρα σας στον χώρο των εκδόσεων και της συγγραφής, τί θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;

Να οπλιστούν με δύναμη, καλή ενέργεια και αντοχή στην αναζήτηση εκδοτικού σπιτιού, είναι ό,τι πιο ριψοκίνδυνο στην εποχή μας η διαχείριση του έργου τους και των ίδιων σαν δημιουργούς. Να μη πτοηθούν από την απάθεια και το συγκρατημένο, ή αρνητικό κλίμα σε νέα πρόσωπα. Να εμπιστευθούν μόνο εκείνους που θα τους διαβάσουν, θα τους κρίνουν και θα τους διακρίνουν, διατηρώντας ψηλά τον πήχη  στις εκδόσεις τους. Θα βρουν στην πορεία πολλές κλειστές ή – ας μου επιτραπεί ο όρος – αναίσθητες πόρτες. Το κυριότερο όμως είναι, να μη σταματήσουν να γράφουν. Γιατί αν το ‘καναν τουλάχιστον μια φορά, θα το επαναλάβουν, επειδή στην πραγματικότητα αυτό αποτελεί ανάγκη τους, η έκφραση μέσα από τον Λόγο. Βλέπετε, η συγγραφή είναι μια διαδικασία προσωπική και μοναχική. Αλλά όταν παίρνει καλό βαθμό, τότε αξίζει να γνωρίσουν το αποτέλεσμά της, πολλές ανθρώπινες αγκαλιές.

15) Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω πολύ για την τιμή της παραχώρησης  αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία στο πιο πρόσφατο εξαιρετικό βιβλίο σας, το «Ο Απρίλης Στάθηκε Αλήτης», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Δύο διαφορετικά είδη βιβλίου: το πρώτο θα ‘ναι μ’ ανεξάρτητα κείμενα με κεντρικό άξονα, αυτό που μας λείπει περισσότερο, και παραπέρα δε προδίδω το μυστικό του θέμα, θα πω μονάχα, ότι θα κινείται στη λογική του «Ζωή με λες» του πέμπτου μου βιβλίου, όπου συνδέθηκαν τα δικά μου κείμενα με το φωτογραφικό υλικό  σ’ ένα αποτέλεσμα βιβλίου, πλούσιου σε εικόνες και συναισθήματα. Στο τρέχον χειρόγραφο, αξιοποιώ τη φωτογραφική τράπεζα του εκδότη μας Νικόλα Τελλίδη, κι έχουμε εν καιρώ να πούμε πολλά γι’ αυτό το βιβλίο.
Ταυτόχρονα, συνεχίζει να τρέχει με σφοδρότητα το νέο μου μυθιστόρημα, μ’ ένα αγόρι που διέπεται από ένα σπάνιο χάρισμα κι έχει προίκα από τα γεννοφάσκια του, κι ένα κορίτσι του από τη βρεφική του ηλικία. Αλλά κι αυτό θα δει το φως, μόνο όταν νιώσω ασφαλής για το αποτέλεσμα και βέβαιος για τα μηνύματα και τα συναισθήματα που περνάει προς τον/την αναγνώστη/στρια.

Βιογραφικό Γιάννη Φιλιππίδη:

Ο Γιάννης Φιλιππίδης  γεννήθηκε στα Γιαννιτσά κι απέκτησε την πρώτη του γραφομηχανή στα οκτώ του χρόνια –προς κατάπληξιν γονέων και δασκάλων– κι από τότε δεν σταμάτησε να γράφει. Είναι συγγραφέας και υπεύθυνος εκδόσεων της Άνεμος Εκδοτική. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρίτσου. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά κι επώνυμες ιστοσελίδες.

Εργογραφία:

Aπό την «Άνεμος εκδοτική» κυκλοφορούν τα βιβλία του:

«Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» (μυθιστόρημα, 2006).
«Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι “αχ”» (μυθιστόρημα, 2008).
 «Μα, το ψάρι είναι φρούτο» (οχτώ απρόβλεπτες ιστορίες για ενήλικους αναγνώστες, 2011).
«Κρατάς μυστικό;» (μυθιστόρημα, 2011).
«Ζωή με λες» (παιχνίδια πεζογραφίας, 2011).
«Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης» (μυθιστόρημα, 2012).
«Ο Απρίλης στάθηκε αλήτης» (μυθιστόρημα 2014).
«Το ασανσέρ των οχτώμιση» (θεατρικό έργο υπό έκδοση, θα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα με την θεατρική του πρεμιέρα).

Πολυσυμμετοχικά
«Το προσωπικό μου θέατρο σκιών» (ιδιωτική έκδοση Black Duck multiplarte, 2011).
«Προσωπογραφίες» (ιδιωτική έκδοση Black Duck multiplarte, 2011).

Ανακαλύψτε ηλεκτρονικά τον συγγραφέα:

http://yannis-filippidis.blogspot.gr/
http://www.facebook.com/pages/Γιάννης-Φιλιππίδης/106119902779487?fref=ts

Περισσότερες πληροφορίες: www.anemosekdotiki.gr

• Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki
Αναρτήθηκε από ΚΛΕΙΩ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗ - ΝΙΚΟΛΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ στις Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2015

πηγή :Φίλοι Της Λογοτεχνίας
http://filoithslogotexnias.blogspot.gr/2015/08/blog-post_6.html