now24.gr • Ο συγγραφέας Γιάννης Φιλιππίδης «εξομολογείται» στη συγγραφέα Μαίρη Γκαζιάνη

Γράφει η Μαίρη Γκαζιάνη
«Μέσα από μια μυθιστορία που δεν είναι η δική μας καθημερινή ζωή, αλλά αυτές κάποιων άλλων, μας δίνεται η ευκαιρία να ‘ρθουμε αντιμέτωποι με συναισθήματα δικά μας, βαθιά εσωτερικά συχνά, που ωστόσο μας επανασυντονίζουν, μας κάνουν καινούργιους» τονίζει ο συγγραφέας Γιάννης Φιλιππίδης.

ΕΡ. Γεννήθηκες και μεγάλωσες στα Γιαννιτσά. Τι θυμάσαι έντονα από τα παιδικά σου χρόνια;
ΑΠ. Έφυγα με την ενηλικίωσή μου από τη γενέθλια πόλη μου, 27 χρόνια έχουνε κιόλας περάσει. Στην Αθήνα με περίμενε η ενήλικη ζωή μου, αλλά όλες μου οι παιδικές κι εφηβικές καταγραφές έχουνε βόρεια προέλευση. Ορμητήριο μου, υπήρξε στην πραγματικότητα, όλη η κεντρική Μακεδονία. Ο κάμπος της πόλης μου, πανέμορφα χωριά ανάμεσα σε βουνά και γύρω νομούς, η βασίλισσα Σαλονίκη, οι θάλασσες της Πιερίας όπου έζησα τα καλοκαίρια μου, νοητό μου σύνορο ήταν τα Τέμπη. Γεννημένος δε, στην αρχή της δεκαετίας του ’70, πρόλαβα αυλές και μπαξέδες, χόρτασα παιχνίδι και ποδήλατο, μύρισα αρώματα φρούτων πάνω στα δέντρα που τα γεννούσαν, η επαφή μου μ’ ό,τι αποκαλούμε φυσικό τοπίο ήταν απόλυτη. Από το σχολείο μου, στην άκρη της πόλης, έβλεπα μακροσκοπικά τον κάμπο, που το μάκρος του, τον έκανε να δείχνει ότι στο βάθος του ματιού σου γινότανε θάλασσα, ψευδαίσθηση, που ‘χουν άνθρωποι που επισκέπτονται για πρώτη φορά την πόλη μου. Ισχυρή παρακαταθήκη εντυπώσεων. Κάθε φορά που χρειάζεται να επιστρατεύσω ή να εφεύρω παιδικές μνήμες σ’ έναν χάρτινο ήρωα, εικόνες σαν αυτές που περιέγραψα, στέκονται ο καλύτερος οδηγός.
ΕΡ. Πότε και πως απέκτησες την πρώτη σου γραφομηχανή;
ΑΠ. Σαν παιδί, δεν είχα ειδικές απαιτήσεις, Στο σπίτι όμως έμπαιναν βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά. Είχα μεγάλη λαχτάρα να μάθω να διαβάζω. Παράξενη λαχτάρα. Όταν αυτό συνέβη, ξεκίνησε μια διψασμένη σχέση με το διάβασμα. Οι λέξεις ανακάλυπτα ότι ήταν για μένα, εικόνες, συναισθήματα. Έτσι, ένα παιδί που δε ζήτησε ποτέ του ούτε μια γκοφρέτα παραπάνω, προσγείωσε σαν ιπτάμενο δίσκο στο σπίτι του, την απαίτηση για μια μηχανική γραφομηχανή. Είχε προηγηθεί μια συνάντηση της μητέρας μου με την δασκάλα μου, κατά απαίτηση της τελευταίας. Είχε ζητήσει να τη δει, επειδή η πρώτη μου έκθεση ήταν τρεισήμισι πυκνογραμμένες σελίδες. Οι γονείς μου, δεν ήξεραν πως να διαχειριστούν την επιθυμία μου, δε ζήτησα παιχνίδι. Παιδί είναι, θα το ξεχάσει, υποθέτω ότι σκέφτηκαν. Δυο μέρες τήρησα όρκο σιωπής απέναντί τους. Το απόγευμα της δεύτερης μέρας, απλά μια μαύρη κούκλα γραφομηχανή, ήτανε τοποθετημένη στο παιδικό μου γραφείο. Είχανε βεβαιωθεί για την επιμονή μου.
ΕΡ. Πότε ξεκίνησες να γράφεις και γιατί;
ΑΠ. Θέλοντας να μάθω να πληκτρολογώ γρήγορα έγινε αυτό. Βαριόμουν απύθμενα να κάνω ασκήσεις τυφλού συστήματος, απέκτησα σε χρόνο γρήγορο, το δικό μου σύστημα, τα δάχτυλα προσανατολίζονταν αυτόματα. Σ’ αυτήν την προσπάθεια, δοκίμασα ν’ αντιγράφω κείμενα από βιβλία και περιοδικά, αλλά έδειχνε κι αυτό πληκτικό. Έτσι άρχισα να γράφω περί ανέμων, υδάτων, προσώπων, ποτέ συνειδητά προσωπικές μου σκέψεις. Αλλά το πρώτο μου μυθιστόρημα –που θα κάνω τα πάντα για να ΜΗΝ εκδοθεί, ούτε μετά θάνατον, ολοκληρώθηκε πριν γίνω δεκαεφτά, γραμμένο στα μουλωχτά τις νύχτες, που οι σκέψεις δεν έφερναν ύπνο. Στα 27 μου πια, κάθισα να γράψω ξανά, τι δεν ήξερα, αλλά το παιδικό μου ένστικτο επέστρεφε μ’ ένα μεράκι που με ξεπερνούσε. Τρία χρόνια μετά, «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» μ’ έκανε να νιώσω περήφανος για κάτι, αλλά η ανασφάλειά μου ήτανε τεράστια, οι επανέλεγχοι στο χειρόγραφο αμέτρητοι, χρειάστηκε να τα βάλουν μαζί μου δικοί μου άνθρωποι, που δε τολμούσα να στείλω το γραπτό μου πουθενά.
ΕΡ. Η υποκριτική τέχνη είναι όμως αυτή που σε κέρδισε πρώτη. Ήρθες στην Αθήνα αποφασισμένος να την σπουδάσεις. Τέλειωσες την Δραματική σχολή του Βασίλη Ρίτσου κι ασχολήθηκες παράλληλα επαγγελματικά με το θέατρο ένα μόλις χρόνο αργότερα. Ποια είναι η εμπειρία που αποκόμισες;
ΑΠ. Η τριβή με το επάγγελμα του ηθοποιού, είχε χαρές, αλλά περισσότερες πίκρες. Δεν ήμουνα βλέπεις παιδί που έλεγε ναι σε όλα, ούτε στεκόμουνα να παρακαλέσω με τρόπους, που ο καθένας και η καθεμιά μας αλλιώτικα. Αλλά εγώ είχα ονειρευτεί αυτή την τέχνη με άρωμα αμερικάνικου, ευρωπαϊκού θεάτρου και βέβαια τη αποθέωσή του μέσα από τους Έλληνες κλασικούς. Το εμπορικό θέατρο με κούραζε, το υπηρέτησα για 15 χρόνια και σεζόν αποχών, όταν οι προτάσεις ξέπεφταν κάτω απ’ τον προσωπικό μου πήχυ. Τη δύναμη όμως του να ντύνεσαι έναν ρόλο και να μπαίνεις σε μια –πέρα από την δική σου- ανθρώπινη ψυχή, είχα αρχίσει να τη βρίσκω. Από τη ζωή, κρατάω τα καλύτερα. Η ίδια η σπουδή του θεάτρου, με βοήθησε πολύ στη συγγραφή. 
ΕΡ. Τελικά αποφασίζεις να εγκαταλείψεις το θέατρο και στρέφεσαι στην γραφή. Τι είναι για σένα η γραφή;
ΑΠ. Δούλεψα στο θέατρο ως το 2007. Ένα χρόνο πριν, το πρώτο βιβλίο μου έκανε ήδη ανέλπιστη για μένα επιτυχία και μου επέφερε δημοσιότητα και κέρδη που δεν έψαξα ποτέ να βρω στο θεατρικό σανίδι, το δεύτερο μυθιστόρημα είχε επίσης γραφτεί και θα ‘παιρνε το δρόμο για το τυπογραφείο την επόμενη χρονιά. Το γράψιμο με βοήθαγε να αναμετριέμαι αλλιώς με τα συναισθήματα, τις ηθικές αξίες, τα θέλω και τις ανθρώπινες ανάγκες. Η συγγραφή μ’ έκανε πιο παρατηρητικό και ταυτόχρονα επικίνδυνα υπερευαίσθητο. Όταν αγγίζεις όμως τη μέθεξη να παρατηρείς ακόμα και στην καθημερινή ζωή της πόλης, λεπτομέρειες της που άλλοτε αγνοούσες και φτάσεις στο βαθμό του να τις κρατάς για τους μελλοντικούς φαντασιακούς σου συνειρμούς, τότε έχω την αίσθηση ότι αυτό το όμορφο ταξίδι με τις λέξεις, δε πρόκειται να σταματήσει όσο ζεις: τιμάς με τη σειρά σου αυτή την ενασχόληση· γιατί σ’ έκανε να δεις τον κόσμο με άλλα μάτια.
ΕΡ. Το 2006 λοιπόν, κυκλοφορεί το πρώτο σου μυθιστόρημα με τίτλο «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου». Ένας τίτλος που από μόνος του είναι μυθιστόρημα και αμέσως αποκτάς τους πρώτους φανατικούς αναγνώστες σου. Πως εμπνεύστηκες την ιδέα;
ΑΠ. Η μυρωδιά αξίζει να πούμε ότι αναφέρεται στη μνήμη ενός αγαπημένου και μοναδικού προσώπου στη ζωή της κεντρικής ηρωίδας, που λείπει από τη ζωή, περισσότερα από είκοσι χρόνια. Όταν ξεκίνησε να γράφεται, δεν ήξερα το θέμα, φαντάστηκα μια όμορφη γυναίκα με δυνατό ελληνικό βλέμμα, σα γκρο πλαν του σινεμά. Μόνο ένα τόσο γοητευτικό πρόσωπο, θα μπορούσε να με πείσει ν’ αγκιστρωθώ σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Έχοντας το πρόσωπο αυτό σα δεδομένο, τα μόνα που χρειαζόταν να εφεύρω, ήταν το παρόν, το παρελθόν, τις ιδέες και τις σκέψεις της.
ΕΡ. Ακολουθεί άλλο ένα μυθιστόρημα με σημαντική απήχηση («Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι ΄΄αχ΄΄») μέχρι που το 2011 κυκλοφορεί το βιβλίο «Κρατάς μυστικό;». Μια υπόθεση που τρέχει σαν σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Υπήρξε κάποια ιδέα από πραγματικά γεγονότα ή βασίζεται εξ ολοκλήρου στην φαντασία;
ΑΠ. Χρόνια πριν υπάρξει το βιβλίο, είχα να συντονίζομαι με ειδήσεις που είχαν να κάνουν με την παιδική εγκληματικότητα, που εκδηλωνόταν κυρίως σε χώρες στην άλλη πλευρά του ατλαντικού. Στη συνέχεια φαντάστηκα πρώτα το κορίτσι. Εκείνο βρήκε τη θέση του στην ελληνική πραγματικότητα. Έτσι ξεκίνησε άλλο ένα ταξίδι μ’ αυτές τις προσλαμβάνουσες μόνο. Έχω σαν αρχή μου, να εμπνέομαι από τους συνειρμούς κι όχι να μεταφέρω στο χαρτί ζωές άλλων, ούτε καν μεμονωμένες σκηνές. Το να τις δημιουργείς από την αρχή, σε κάνει να τις αισθάνεσαι πιο δικές σου, αναρωτιέσαι, εκδηλώνεις αισθήματα, υποφέρεις, συμμετέχεις σα σκηνοθέτης που ‘χει ταυτόχρονα τον πρώτο ρόλο στα τεκταινόμενα. Έτσι, δεν έρχεται η φαντασία ν’ αντιγράψει τη ζωή, αλλά το αντίστροφο. Γιατί ίσως χρειάζονται κάποια βιβλία στο βιογραφικό σου, ως τη στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι η πεζογραφία, επιστρέφει  σκέψεις, ήθη και προσλαμβάνουσες από τη ζωή, πίσω, στην ίδια τη ζωή πάλι και τους ανθρώπους της, που χαμένοι στο δικό τους θυμικό απορροφούν, όσα εσύ δανείστηκες κι απέδωσες μέσα από το προσωπικό σου φίλτρο.

Η Μαίρη Γκαζιάνη με τον Γιάννη Φιλιππίδη στην Άνεμος εκδοτική κατά τη διάρκεια της συνέντευξης
ΕΡ. Μετά από άλλα τρία βιβλία, το 2014 κυκλοφορεί στην καρδιά της άνοιξης, το πιο πρόσφατο βιβλίο σου «Ο Απρίλης στάθηκε αλήτης». Μίλησέ μας για την αποδοχή από τους αναγνώστες και τα σχόλια που έχεις εισπράξει για το συγκεκριμένο βιβλίο.
ΑΠ. Οφείλω να πω, ότι σ’ αυτό το βιβλίο ενόσω γραφόταν, έψαχνα να βρω το φως που μας έλειψε αυτά τα χρόνια. Μεγαλώνοντας, νιώθω όλο και περισσότερο, πως η ζωή μας δε φτιάχνεται, ούτε χαλάει σε μια στιγμή ή με μια απόφαση. Ο «Απρίλης» αναλύει με απρόβλεπτο χιούμορ, το θεώρημα, ότι στη ζωή πρέπει κι αξίζει να επενδύουμε στα απραγματοποίητα θέλω μας, όποτε κι αν έρθει η ώριμη στιγμή ν’ αλλάξουμε τη ροή των γεγονότων με μια σκέψη, που σε πρότερη εποχή ίσως να φάνταζε παράλογη. Το πρώτο που μου επαναλαμβάνουν λοιπόν φίλες και φίλοι είναι το «ένιωσα ότι παίρνω τη ζωή μου πίσω!» ή ότι ο «Απρίλης» είναι ένα αντικαταθλιπτικό βιβλίο, κάτι για μένα φυσικό, αφού γράφοντάς το, γλίτωσα πρώτος εγώ από την κατατονία και το γκρίζο των καιρών μας.
ΕΡ. Έχεις γράψει μέχρι τώρα αρκετά βιβλία. Είναι κάποιο από αυτά βιωματικό;
ΑΠ. Προσωπικά βιώματα περνούν ακόμα και χωρίς τη συνειδησιακή μας έγκριση στα βιβλία μας. Αλλά βιωματικό από μια οπτική, είναι το βιβλίο που γράφω τώρα. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι άντρας, συνομήλικος, αλλά μ’ ένα ειδικό χάρισμα. Έχει ωστόσο την ίδια ηλικία με μένα. Φρονώ ότι είναι αυτονόητο να κλέψει ο χαρακτήρας δικές μου μνήμες, σκέψεις, ίσως και κάποια γεγονότα που θ’ άξιζε να φωτιστούν και να μοιραστούν.
ΕΡ. Όταν ξεκινάς να γράψεις ένα βιβλίο από τι εμπνέεσαι;
ΑΠ. Κάθε βιβλίο είναι αποτέλεσμα πολύμηνης, ίσως και πολυετούς σκέψης. Όταν ξεκινάω πια να γράφω, φτάνω ως τη μέση. Έχω στήσει τους χαρακτήρες, πάντα κάνω μια μικρή χρονική στάση πριν ο μύθος αφεθεί να εξελιχθεί ως την κορύφωσή του. Αλλά διαρκής έμπνευση, είναι η ίδια η ανθρώπινη ψυχή, η δική μου και των άλλων. Το θυμικό μας έτσι κι αλλιώς είναι τόσο δαιδαλώδες, που ένα καλωδιάκι του ν’ αξιοποιείς κάθε φορά, μπορείς να γράφεις βιβλία για δυο ζωές.
ΕΡ. Στα βιβλία σου τον πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχουν κυρίως γυναίκες. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να εισχωρείς στην γυναικεία ψυχοσύνθεση και να περιγράφεις συναισθήματα που ανήκουν στο αντίθετο φύλο από σένα;
ΑΠ. Το αντίθετο φύλο, ένας συγγραφέας το παρατηρεί περισσότερο, ίσως και από μια μικρή απόσταση, που προσδίδει αντικειμενικότητα, άσχετα αν το αποτέλεσμα μοιάζει φυσικό κι αληθοφανές. Το να περιγράφεις χαρακτήρες αντρικούς, που αναμφίβολα συνδέονται άμεσα με σένα, το βρίσκω πιο δύσκολο. Διδάχτηκα να εισχωρώ σε ρόλους, αυτό δεν έχει να κάνει με το φύλο, αλλά με το πόσο αποτελεσματικά πιάνεις το σφυγμό στη φλέβα, την ένταση και την ομορφιά των συναισθημάτων. Εν κατακλείδι όμως,  εσείς οι γυναίκες είστε πιο λαμπερές, πιο ενδιαφέρουσες, εκφράζεστε και αναλύετε τα γεγονότα με τρόπο που γεννάει δημιουργία και έμπνευση.
ΕΡ. Τελικά ο Απρίλης στέκεται αλήτης; Και με ποια έννοια;
ΑΠ. Πλανεύει ο Απρίλης σα μήνας. Για μένα, που ’μαι και γέννημα των ημερών του, ίσως εκφράζει ακόμα περισσότερο. Αν μπορούσα να επιλέξω έναν μονάχα για μήνα που να διαρκεί για δώδεκα, αυτόν θα επέλεγα. Η άνοιξη η ίδια φέρνει την αναγέννηση σε σώμα και πνεύμα. Αλλά το Μάρτη, είμαστε ακόμα δειλοί στις καιρικές και γραναζιάρικες σκέψεις του χειμώνα, ο Μάης είναι μικρό καλοκαιράκι. Ο Απρίλης είναι ο μήνας, που το σκας από την κλεισούρα των σπιτιών, ανοίγεις πορτοπαράθυρα και βεράντες, επανασυντονίζεσαι με τους άλλους γύρω σου. Κι είναι ίσως η καλύτερη εποχή, να ερωτευθείς, αν βέβαια αυτό σταθεί τυχερό και μοιραίο.
ΕΡ. Πιστεύεις ότι όλοι έχουμε την ευκαιρία ενός αλήτη Απρίλη; Κι αν την έχουμε, την βλέπουμε πάντα;
ΑΠ. Αλίμονο, κάποιοι τη βλέπουμε φαινομενικά αργά. Αλλά υπάρχει η έννοια αργά, όταν δε ξέρουμε –κι ευτυχώς- την κατάληξη ή τα χρονικά όρια της ίδιας μας της ζωής; Ωριμότητα και μη παραίτηση από τις κρυφές επιθυμίες μας, μπορούν ν’ αλλάξουν τα πάντα μέσα και γύρω μας. Είναι σα να μαθαίνεις ποδήλατο ή κολύμπι. Οι ευκαιρίες για ν’ αλλάξουμε όσα μας φέρνουν σε τέλμα ή αίσθημα ήττας είναι πολλές. Το στοίχημα εδώ, είναι να σταματήσουμε να χάνουμε τις ευκαιρίες για τις μικρές ή μεγαλύτερες επαναστάσεις μας. Αν δεν τολμήσεις ν’ αλλάξεις τρόπο σκέψης, πως περιμένεις ν’ αλλάξουν οι προδιαγραφές του βίου σου;
ΕΡ. Εσύ έχεις τον δικό σου αλήτη Απρίλη ή θεωρείς ότι είσαι πολύ νέος ακόμα για έναν τέτοιο απολογισμό;
ΑΠ. Στην κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, τη Στέλλα, συμβαίνει λίγο πριν το κατώφλι των πενήντα. Οι κοινωνικές συμβάσεις έχουν αλλάξει τον ορισμό των γενεών: κανείς μας δεν αισθάνεται μεσήλικος, ούτε στα σαράντα ή τα πενήντα. Η ίδιες ωστόσο οι εκλάμψεις ωριμότητας που μπορεί να φανούν σωτήριες για το μέλλον μας, έρχονται άναρχα στο χρόνο τους. Οι δικοί μου Απρίληδες λόγου χάρη, έχουν έρθει στα δεκάξι, στα είκοσι και στα σαράντα μου. Τότε ένιωσα ανέμους σημαντικών αλλαγών. Πολύ νέος αισθάνομαι όταν είμαι στα κέφια μου, ο χρόνος δεν επιστρέφει βιολογικά, ποτέ στ’ αλήθεια. Αλλά σύμφωνα με την ίδια τη θεωρία του βιβλίου αυτού, έχω κι άλλους Απρίληδες να χαρώ στο μέλλον, που δεν ξέρουμε ποτέ σε πια στροφή, μας φυλάει την έκπληξη.
ΕΡ. Κάποιο από τα βιβλία σου έχει ξεχωριστεί θέση στη καρδιά σου και γιατί;
ΑΠ. Η «Μυρωδιά», το «Κρατάς μυστικό;» και «ο Απρίλης» έχουν κρατηθεί μέσα μου με τρόπο πιο ξεχωριστό. Ίσως γιατί καθένα απ’ αυτά, χρειάστηκε χρόνια ως την τελική του μορφή, ίσως γιατί σ’ αυτά τα βιβλία, «άπλωσα» προσωπικά μου πιστεύω για την ισορροπία και την ομορφιά του κόσμου που μας περιβάλλει. 
ΕΡ. Ξεχωρίζεις κάποιον από τους ήρωες των βιβλίων σου και γιατί;
ΑΠ. Η ηρωίδα του πρώτου βιβλίου μου, η Βασιλική, αναμφισβήτητα αποτέλεσε αγιογραφία ενός μυθικού προσώπου, που πάμπολλοι πίστεψαν ότι υπήρξε πραγματικά. Για μένα, αυτή η φιγούρα δε θα ξεπεραστεί ποτέ, αγαπήθηκε τόσο από μένα, όσο και από αμέτρητες αγκαλιές. Στάθηκε περήφανη, ανυπόταχτη και ουσιώδης στις αποφάσεις της, δίνοντας το μήνυμα, πως όταν ψάχνεις την ουσία και τις μεγάλες ηθικές αξίες, δε βρίσκεσαι ποτέ στο ρόλο του χαμένου.
ΕΡ. Τι καινούργιο ετοιμάζεις;
ΑΠ. Γράφω ανόμοια ως προς το κλίμα τους βιβλία. Έτσι με ξέρουν οι φίλοι, το αποδέχονται, παίρνω το μήνυμα χρόνια τώρα. Το επόμενο βιβλίο ασχολείται μ’ έναν χαρισματικό νέο σχετικά άνθρωπο και μια σύντροφο, που τον ακολουθεί από τα προσχολικά τους χρόνια. Τη συνέχεια, θα την γράψω βέβαια εγώ, αλλά την ορίζουν, μέρα τη μέρα, τα ίδια τα πρόσωπα.
ΕΡ. Εκτός από συγγραφέας είσαι και υπεύθυνος εκδόσεων στην Άνεμος Εκδοτική. Πιστεύεις ότι το βιβλίο έχει απήχηση στον κόσμο στην περίοδο της κρίσης που βιώνουμε;
ΑΠ. Όσο κι αν αυτό δεν αρέσει, θ’ απαντήσω αρνητικά, με λύπη μου: Εξαντλήσαμε δυόμισι δεκαετίες σε σπίτια με ανοιχτές συσκευές τηλεόρασης σε μια εποχή, που το λαιφστάιλ έκανε μόδα. Βιβλιοθήκες ολόκληρες εξαφανίστηκαν, χαρίστηκαν ή λησμονήθηκαν στη σκόνη της λήθης. Τα βάσανα κι οι ανησυχίες δεν αφήνουν πολλούς να θυμηθούν, ότι κάποτε επέστρεφαν στον προσωπικό χρόνο σκέψης τους μ’ ένα βιβλίο αγκαλιά, που τους έκανε να διαφεύγουν από τα προσωπικά δικά τους, πριν τους επιστρέψει ανανεωμένους στα του βίου τους. Οφείλουμε να ξαναβρούμε το νήμα της σταθερής ανάγνωσης, γιατί το βιβλίο δε προπαγανδίζει, δεν αλλοιώνει συνειδήσεις, δρα εσωτερικά και –αν πετυχαίνει το στόχο του- θεραπευτικά, μιας κι ενεργοποιεί τη συνείδηση και το συναίσθημά μας.
ΕΡ. Ως συγγραφέας τι θα συμβούλευες τους νέους που θέλουν ν΄ ασχοληθούν με την γραφή;
ΑΠ. Να γίνουν πρώτ’ απ’ όλα καλοί και προσεκτικοί αναγνώστες. Να οξύνουν τους αισθητήρες τους, διαχειριζόμενοι/ες με ασφάλεια. Η αξιοποίηση του νου και της ψυχής μας μέσα από τη συγγραφή, είναι ψυχοθεραπευτική έτσι κι αλλιώς. Αλλά κρύβει και συναισθηματικούς κινδύνους. Και θα πρέπει να ‘ναι άξιοι/ες να το διαχειριστούν.
ΕΡ. Και ως υπεύθυνος ενός εκδοτικού οίκου, ποια θα ήταν η συμβουλή σου;
ΑΠ. Να προσέξουν με ποιο εκδοτικό λογότυπο θα μοιραστούν τα κοινά τους σχέδια. Οίκοι ξεφυτρώνουν από παντού. Αλλά στόχος ενός βιβλίου είναι –κατά το μέτρο του εφικτού- οι ανθρώπινες αγκαλιές, όχι μόνο η παράσταση νίκης των φίλων ή του άμεσου περιβάλλοντός τους. Σ’ αυτό το ταξίδι, που ξεκινάει από ένα καλό χειρόγραφο που γίνεται βιβλίο, έχουν ανάγκη από συνεργάτες που όχι μόνο θα το ερωτευθούν από κοινού, αλλά θα πρέπει επιπλέον να ‘χουν τη δύναμη να το ταξιδέψουν σε κάθε σημείο του γεωγραφικού χάρτη, όπου υπάρχουν Έλληνες, που αγαπούν κι ενδιαφέρονται για το τι γράφεται στον τόπο τους.
Τι θα ήθελες να πεις ως επίλογο της κουβέντας μας;
Κλείνοντας μαζί σου μια τόσο ενδιαφέρουσα συζήτηση, μου δίνεις την ευκαιρία να τονίσω ένα-δυο σημαντικά ζητήματα, που αφορούν τον κόσμο του βιβλίου. Αν θέλω κάτι ν’ αφήσω κάτι αληθινά σημαντικό στη μνήμη των φίλων μας, αυτό είναι σίγουρα ότι θα πρέπει θα ξαναβάλουν με αγάπη στην αγκαλιά και την καθημερινή ζωή τους το βιβλίο, αφημένοι στη θεραπευτική σιωπή, που μέσα από μια μυθιστορία που δεν είναι η δική μας καθημερινή ζωή, αλλά αυτές κάποιων άλλων, μας δίνεται η ευκαιρία να ‘ρθουμε αντιμέτωποι με συναισθήματα δικά μας, βαθιά εσωτερικά συχνά, που ωστόσο μας επανασυντονίζουν, μας κάνουν καινούργιους. Η αγάπη για το ελληνικό σύγχρονο βιβλίο, θα βοηθήσει τους δημιουργούς που δίνουν άνεμο στη σκέψη όλων μας, να αφεθούν απρόσκοπτοι να συνεχίσουν να μας οδηγούν μέσα από την τέχνη του λόγου τους, πιο κοντά προς το ψυχικό φως. Αγοράζοντας ένα βιβλίο –πολιτική επιλογή κατά τη γνώμη μου- προσφέρουμε τη δική μας αγκαλιά, στον ή την συγγραφέα που αφήνει με τρόπο πολυσέλιδο ένα κομμάτι από την ψυχή του. Το βιβλίο κι ο κόσμος του, μαστιγώνονται, κινδυνεύουν με αφανισμό στη δύσκολη εποχή. Ας συνεχίσουμε να διαβάζουμε βιβλία γραμμένα από Έλληνες συγγραφείς, γράφονται εξαιρετικά βιβλία, μη το ξεχνάμε. Ας μείνουμε κοντά τους. Γιατί η δική μας καθημερινή πινελιά τέχνης είναι το να ξαναβάλουμε τη λογοτεχνία στο χωροχρόνο της καθημερινής μας αναπνοής.

Πηγή: http://now24.gr/o-singrafeas-giannis-filippidis-exomologite-sti-singrafea-meri-gkaziani/