«Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης» • απόσπασμα 2


«... Ήλιος και βροχή, χιόνι και φωτιά, ήταν η σχέση της μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Αμαρτία κι αδιαφορία, γαλήνη ειδυλλιακών διακοπών –αν και σπάνια είχαν οι δυο τους ταξιδέψει, εκείνη δε σταμάταγε ποτέ της να τις ονειρεύεται στο βαθμό του να βιώνει πια λανθάνουσες μνήμες– και ταράτσα υψηλού κτιρίου για την απεριόριστη λαχτάρα της να πέσει στο κενό μια και καλή: χωρίς άλλους καβγάδες, μονοτονία ή γρανάζια καταγρασωμένα από γκρίνια και μουρμούρα από κείνον, σερνάμενες παντόφλες και πλήξη αθεράπευτου χασμουρητού. 

Μολονότι σε κάθε άλλη εκδήλωση της ζωής της δεν έπασχε από τέτοιες τάσεις αυτοκτονίας, η παρόρμηση αυτή τα τελευταία χρόνια είχε καταλήξει να της γίνει, σποραδική έστω, έξη. Ακριβώς το αντίθετο ονειρευόταν για τον εαυτό και τους αγαπημένους της· συνήθως ένιωθε απαράμιλλο σφρίγος, όσο κουρασμένη κι αν ξύπναγε τα πρωινά, μ’ όλα τα πενήντα-φεύγα της. Την αγαπούσε πια τη ζωή, μέσα από τα τρία πρόσωπα, που καθένα της ενείχε τη θέση ενός γράμματος, για τη λέξη που έστρεχε σαν πολυτιμότερη όλων. Ζ-ω-ή επαναλάμβανε σε στιγμές χαράς ή απελπισίας. Ζωή στην ουσία της, χωρίς πολλά παραπανίσια λόγια, καβγαδάκια επί παντός γεμάτα αόριστους πληθυντικούς αριθμούς που προσέβαλλαν ή εξομοίωναν κάθε προσωπική συμπεριφορά, φασιστίζοντες χαρακτηριστικά. Γιατί τα πρώτα χρόνια της με τον Σωτήρη, ένιωθε ότι χανότανε το χρώμα από τη ζωή τους, αυτό ναι. Μεγαλύτερη από κείνον ήταν κι αυτό σαφώς αποτελούσε μειονέκτημα, όσο και ταμπού στις μεταξύ τους «συνομιλίες» όσο ήπια ή θηριώδη σε οκτάβες κι αν είχαν την εξέλιξή τους. Είχε το μέγκα μειονέκτημα κι ίσως αυτό να ’ταν η αιτία όλων των βασάνων της. Κανονική ζωή έβλεπαν οι άλλοι του κοινωνικού περίγυρου στους δυο τους, η διαφορά ηλικίας στο ξεχασθήτω, αλλά η Λουκία είχε την ωριμότητα να νιώθει ότι ολοένα κάτι λιγόστευε, κάτι χειροτέρευε ανάμεσά τους. 

Γλίστραγαν οι ώρες τους, οι μέρες τους, τα χρόνια τους κι οι δυο τους απολάμβαναν όλο και λιγότερα, στις στατιστικές των χωρισμένων με κοινή συναίνεση, θα κατέληγαν κι αυτοί; Αυτοί, που ’χαν αγκαλιαστεί τόσο ειλικρινά, με τόσο πάθος κι είχαν πλημμυρίσει τη ζωή και τα δυο αυτά προσωπικά τους δωμάτια με τόσο καλόπιστη καρδιά, τόσα ειλικρινά «σ’ αγαπάω», τις καυτές ανάσες τους, τα γρήγορα λαχανιάσματα, τις μεθύστερες ήρεμες στιγμές των τελευταίων τσιγάρων τους, πριν δεχτούν χαλαρωτικά τον κατακτητικό όσο και θεραπευτικό Μορφέα στη νύχτα ή το ξημέρωμά τους, και στα καλύτερά της η ίδια έβλεπε εκείνα τα χωρίς αίσια φινάλε όνειρα, της παιδικής της ηλικίας, που μοσχοβολούσαν κοπριά αλόγων, κατσικιών, αλλά και κατάφορτα ανθισμένες πασχαλιές;

Πότε, γαμώ την πουτάνα της, είχε καταντήσει εκείνη η αυστηρή, άτεγκτη γυναίκα, που νοιαζότανε μονάχα να επαναφέρει την οικονομία και την πορτοφολένια τάξη σε ισορροπία, ξεχνώντας ή ρίχνοντας πίσω από την πλάτη της σακούλια με επιθυμίες συναισθημάτων κι αλλοτινών «θέλω», που οι δυο τους δεν είχανε προλάβει να πραγματοποιήσουν ούτε μια από τις εκκρεμούσες;

Και πότε ο Σωτήρης, της πιο σφιχτής της αγκαλιάς, είχε καταντήσει το αγρίμι του κήπου, του σπιτιού και του νευρασθενικού τιμονιού, που δε σήκωνε από λόγια, δεν αντάλλασσε φιλοφρονήσεις, κομπλιμέντα ή ενθάρρυνση; Πότε είχε προλάβει να γίνει ο άνθρωπος που ξύπναγε μονάχα με εκκλήσεις το πρωί κι όταν κατάφερναν με τα πολλά να τον ανασύρουν από τον καταθλιπτικό του ύπνο, το μόνο που άνοιγε το στόμα του, ήταν για να μουρμουρίσει γκρίνιες ή δεικτικές προστακτικές προς πάσα κατεύθυνση; Όλο της το μέλι έκρυβε για κείνον, όσο κι αν αυτός αγρίευε, τα τελευταία τρία χρόνια όλο και περισσότερο...»

_______________


ISBN: 978-960-9585-16-3 • σελ.: 312 •σχήμα: 12x22 cm • τιμή: 13,22€ με ΦΠΑ
  
ειδική τιμή από τον «άνεμο» και όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία:  (-10%): 11,90€ με ΦΠΑ
δείτε περισσότερα για το μυθιστόρημα, εδώ: