Ένα από τα τελευταία σας βιβλία, το «Μα, το ψάρι είναι φρούτο» απαρτίζεται από 8 απρόβλεπτες ιστορίες . Ως άνθρωπος είστε και ο ίδιος απρόβλεπτος;
Σίγουρα, ναι! Και να ‘θελα να το κρύψω, φωνάζει κι ευτυχώς, ευχάριστα. Μέσα σε μια τόσο τρικυμιώδη εποχή, όχι απλώς επιμείναμε να στήσουμε το δικό μας εκδοτικό σχήμα τον «Άνεμο», χωρίς το παραμικρό κεφάλαιο –είχαμε μονάχα τη δύναμη και την στήριξη των αναγνωστών- αλλά επιπρόσθετα, απολαμβάνω τη γλυκιά σχιζοφρένεια σα συγγραφέας, να ‘χω εκδώσει τρία βιβλία μέσα στην ίδια χρονιά, για το χατίρι των οποίων ταξιδεύω σταθερά, παρουσιάζοντας τα και μιλώντας ταυτόχρονα για όλα. Όλο αυτό το εγχείρημα, φαντάζει σχεδόν ανέφικτο ίσως κι απονενοημένο. Αλλά με αναρχική σκέψη, μελετήσαμε τις υπάρχουσες εναλλακτικές, μετρήσαμε τα κόστη, τον κόπο και την εκδοχή να παίξουμε με τις φυσικές μας αντοχές κι απλά το κάναμε. Λειτουργώντας απρόβλεπτα σε χρόνια, όπου τίποτα πια δε προβλέπεται έτσι κι αλλιώς, δράσαμε σχεδόν ομοιοπαθητικά. Κλείνοντας τον ετήσιο κύκλο μας, φτάσαμε σ’ ένα βιβλίο σαν το «Ζωή με λες»: μια σειρά από σημαντικά για μένα χειρόγραφα –παιχνίδια πεζογραφίας, θέλησα να τα ονομάσω- που σμίγουν γλυκά με τις φωτογραφίες της Ρενέ Ρεβάχ κι ανάσαιναν για καιρό μέσα μου, όσο καιρό δουλέψαμε, παράγοντας μια εκδοχή βιβλίου πολυτελέστατη κι εντυπωσιακή με σκληρό εξώφυλλο κι ακριβό χαρτί, σε τιμή τόσο προσιτή και φιλική για τον αναγνώστη, που αποτελεί πρόκληση, ίσως κι απορία των πιο κακόπιστων. Ήταν όμως η υπογραφή του Γιάννη και το κλείσιμο του ματιού στους φίλους μας, μ’ ένα φωτεινό μήνυμα: πως όταν οι δημιουργοί λειτουργούμε για το συμφέρον των βιβλίων κι όχι διαφόρων πονηρών πορτοφολιών, έχουμε το περιθώριο, να προκαλέσουμε μικρά καθημερινά θαύματα, συμβάλλοντας σε περισσότερες στιγμές ευτυχίας, δικές μας και των φίλων μας.
Τι είναι αυτό που σας εξιτάρει στη συγγραφή ενός βιβλίου. Από αντλείτε κάθε φορά αυτό που λέμε έμπνευση;
Οι λέξεις ξεκινάνε το κοινό ταξίδι μας στη σκέψη, όταν συντρέχουν ενδιαφέροντες λόγοι, ακόμα κι αν δε σταματάς ποτέ, αφού καταλήγει να ‘ναι τρόπος ζωής, έτσι τουλάχιστον συμβαίνει με μένα. Έμπνευση είναι η ίδια η ζωή και τα στιγμιότυπά της. Οι χαρές, αλλά κι οι πιο κρυμμένοι μας φόβοι, τα πρόσωπα που κίνησαν το ενδιαφέρον μας, όσα ερωτευθήκαμε. Όταν βλέπεις τον κόσμο με τα γοητευτικά ματιά της πεζογραφίας, ξεκινάς σαν εμένα το 2006 μ’ ένα κλασικού αρώματος μυθιστόρημα γεμάτο Ελλάδα σα τη «Μυρωδιά σου στα σεντόνια μου», που φτάνει να κάνει 4 επανεκδόσεις ή τον «Εραστή, τη μέλισσα κι ένα μικρούλι “αχ”», που ακολούθησε με ανάλογη απήχηση. Ανακαλύπτοντας, ότι ερωτεύεσαι δυνατά τα πρόσωπα που σκιτσάρεις μ’ επιτηδειότητα στο χαρτί, αφήνεσαι περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεσαι να ωριμάζεις μέσα από τη γραφή σα διαδικασία. Και την ίδια στιγμή, που ένα βιβλίο μπορεί να ξεκινήσει σαν ιδέα μέσα από ένα συμβάν, μια περιγραφή, μια αλήθεια, μια αγαπημένη μυρωδιά ή ένα άγγιγμα αλλιώτικο, εσύ μαθαίνεις να διαχειρίζεσαι τον τρόπο, να διαχειρίζεσαι το λόγο με τρόπο τέτοιο, που ν’ αναμεταδίδει κάτι σημαντικό κι άξιο λόγου προς τους άλλους. Όταν απολαμβάνεις τη χαρά μιας άρρηκτης σχέσης με το κοινό, είσαι σε πλεονεκτική θέση, γιατί λειτουργείς πιο ελεύθερα. Έτσι όταν κάθεσαι να γράψεις, χάνεσαι σε όσα πηγάζουν από μέσα σου. Δε μπαίνεις στη διαδικασία των αναστολών ή των υποδείξεων, που αφορούν τρίτους ή προθέσεις σκοπιμότητας εμπορικού ή επαγγελματικού χαρακτήρα. «Επιστρέφεις στις λέξεις σου» όπως λέω κάπου στο τελευταίο.
Έχετε σπουδάσει υποκριτική και έχετε εργαστεί ως ηθοποιός. Κατά τη γνώμη σας ποιες είναι οι κοινές συνιστώσες ενός συγγραφέα και ενός ηθοποιού;
Δούλεψα περισσότερα από 15 χρόνια σαν ηθοποιός, έμαθα να σκέφτομαι ή να ονειρεύομαι μέσα από το ενδοθεατρικό πρίσμα ενός εργάτη μιας Τέχνης, που αγκαλιάζει την ανθρώπινη ψυχή. Μα, αυτό ακριβώς δε κάνει η λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας άλλα μέσα; Η ανάγκη για αυτοέκφραση σε μένα, υπερίσχυσε της αγάπης μου για την υποκριτική, όταν ένιωσα ότι περισσεύουν πολλά μέσα μου. Κι ο προσανατολισμός άλλαξε κλίση, όταν ξαναβρέθηκα μετά από χρόνια να συναναστρέφομαι ένα πληκτρολόγιο υπολογιστή. Οι μνήμες από εκατομμύρια μηχανικά χτυπήματα πλήκτρων γραφομηχανής στα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια, διεγέρθηκαν καίρια. Το πρώτο εκείνο ασυγκράτητο χειρόγραφο, έγινε με την αναγκαία σπουδή κι επεξεργασία από μένα, το πρώτο μυθιστόρημα. Ήταν η «Μυρωδιά», που συγκέντρωσε κοντά μου ένα σημαντικό μικρό κοινό, κάποιων χιλιάδων φίλων, που έδωσαν πνοή ελεύθερη και κείνον τον πρώτο άνεμο στ’ ανασφαλή φτερά μου. Δεν βαφτίσαμε άδικα «Άνεμο» το λογότυπο των εκδόσεών μας…
Ποιο είναι το ποιο αγαπημένο σας βιβλίο από τα πέντε που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα και γιατί;
Σπαραχτικό θα ‘τανε για μένα, να μπω στη λογική να προτιμήσω περισσότερο ή λιγότερο κάποιο. Γιατί όλα ξεκίνησαν από μια στιγμιαία δυνατή φλόγα και καθρεφτίζουν πολλά. Λέμε πως, μυθιστόρημα καταφέρνεις να γράψεις άξιο, όταν κατορθώσεις να ξεφύγεις από το στενό σου εγώ, από την εσωστρέφεια προσωπικών διηγήσεων κι έτσι πιστεύω ότι είναι. Αλλά μιλώντας για τις ζωές άλλων, καταθέτεις τμήματα απ’ το προσωπικό σου πρίσμα, εμπειρίες, λαχτάρες, συναισθήματα, μ’ ένα τρόπο στα χειρόγραφα των συγγραφέων, καθρεφτίζονται η ζωή κι εποχές τους. Δεν θα ‘χα λοιπόν τη δύναμη, να ξεχωρίσω κάποιο, θ’ αδικούσα την ίδια τη ομαλή ροή, που φέρνει ο Λόγος, όταν παράγεται με συνέχεια, συνέπεια κι αφιέρωση. Γιατί κάθε βιβλίο, υπάρχει για να σε φτάνει με την εμπειρία της σπουδής του, ως το επόμενο. Γι’ αυτό κάθε αποτέλεσμα βιβλίου είναι το ίδιο σπουδαίο για τον συγγραφέα του, γιατί είναι ο κρίκος στη δική του ζωτική αλληλουχία.
Η συνέντευξη κι ένα δισέλιδο αφιέρωμα στα τρία πιο πρόσφατα βιβλία, δημοσιεύεται στο ΑlterVita, το free press περιοδικό για τη σύγχρονη ποιότητα ζωής.
Επισκεφτείτε το σάιτ του περιοδικού και διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη, ξεφυλλίζοντας το νέο του τεύχος, εδώ: