ipen.gr • «Παγκάκια με ονοματεπώνυμο»-Του Γιάννη Φιλιππίδη

Θεωρία, νούμερο 003: Τα γραπτά μένουν, καμιά φορά και τα προφορικά. Γι’ αυτό είναι καλύτερο να αποφεύγονται οι ατυχείς εκφράσεις, γιατί ενδέχεται να ερμηνευτούν αλλιώτικα απ’ όσο φανταστήκαμε, αφήστε που μετά θα πρέπει να φωνάζουμε κανάλια και δημοσιογράφους εκ νέου για ν’ «ανασκευάσουμε» τις δηλώσεις μας, εκφράζω συμπόνια για τους Έλληνες δημοσιογράφους του καθημερινού ρεπορτάζ, αφού οι συνθήκες εργασίας τους, θυμίζουν εφιάλτη φαντάρου, πλημμυρισμένο από καψόνια.
Ένα τέτοιο σύρε κι έλα, έπαιξε τις προηγούμενες μέρες μ’ αφορμή την περιώνυμη πρόσφατη ξενάγηση στην Κυψέλη, που διοργάνωσαν οι Ατενίστας, που ‘ναι «Αθηναίοι στην πράξη!» όπως λένε και χαίρομαι, γιατί υπάρχουν τέτοιες ομάδες δράσης, που μόνο στόχο έχουν την ανάδειξη ή ακόμα κι αναδιαμόρφωση σημείων της πόλης, που παραγκριζάρισε ο χρόνος.
Λυπάμαι ωστόσο, που υπάρχουν άνθρωποι πλάι τους, που εκδηλώνουν περιφρόνηση για την μικρή πολιτεία που τους φιλοξενεί, άσχετα αν την ίδια στιγμή, παλεύουν να πείσουν ότι είναι κάτοικοί της από επιλογή. Συμβαίνει ωστόσο να θεωρώ τον εαυτό μου έναν απ’ αυτούς, που επέλεξαν πολλά χρόνια πριν να κάνουν την αστική ζώνη της Κυψέλης και των Πατησίων, χώρο και χρόνια ζωής και δράσης τους.Κι πρόλαβα να ζήσω τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια μου σε τέτοιες γειτονιές, όπου ολοένα οι ξένοι πλήθαιναν, ολοένα αισθανόσουν στιγμιαία καχύποπτος σ’ όποια άγνωστη φιγούρα τις νύχτες στο δρόμο. Αλλά δε σταμάτησα να τις αγαπάω και να συνεχίζω εδώ, αντιπαλεύοντας τις δυσκολίες που έχει το να ζεις στο κέντρο της πόλης. Ανήκω βλέπετε στην γενιά των σαράντα και κάτι ολίγα, κανείς δε μου ‘δωσε την ευκαιρία ν’ αποκτήσω μια ακριβότερη δουλειά, ούτε την δυνατότητα και χαρά να ‘χω το περιθώριο να διαλέξω, ανάμεσα σε μια πιο βόρεια προαστιακή περιοχή ή να διεκδικήσω ένα νεοαναγεργθέν διαμέρισμα, ώστε να μου δοθεί ο χρόνος να περισκέπτομαι στον αστικό καναπέ μου, πού προτιμώ τελικά να ζήσω και πού όχι. Έμεινα λοιπόν εδώ γύρω δυόμισι δεκαετίες τώρα κι ακόμα νιώθω μετανάστης ώρες και στιγμές στην πατρίδα που με γέννησε, αλλά σε άλλα χώματά της.
Σε μια χώρα, όπου συνέφερε κάποιους να κάνουν τα σύνορά της τόσο ευχάριστα προσπελάσιμα, που γέμισαν τη ζωή μου και τη ζωή σας, ίσως και με δυο εκατομμύρια φανερούς μετανάστες σ’ ένα παιχνίδι εμπόριου ανθρώπινης ζωής, που ‘χε μέσα του όλα τα αποδοτικά για κάποιους συμπατριώτες μου οικονομικά οφέλη, που γέμισαν οι δρόμοι μου κι οι δρόμοι των πόλεών σας με Βαλκάνιες σκλάβες στο εμπόριο του αγοραίου έρωτα κι ανασφάλιστους εργάτες, που ανταγωνίζονταν τις λιγοστές θέσεις εργασίας κι έριχναν με ρυθμό που προκαλούσε ίλιγγο, τον πήχυ των εργασιακών μου και εργασιακών τους δικαιωμάτων.
Κι ήρθαν τα χρόνια της κρίσης άραγε, για να επανεξετάσουμε τη διαμονή τους εδώ και τους όρους; Λίγο αργούτσικα δε το σκεφτήκαμε οι πιο αστοί από μας; Όσα χρόνια ζω εγώ στην πρωτεύουσα, άλλα τόσα συνέχιζαν οι ξένοι να ‘ρχονται. Και τα πούλμαν, τους αναλάμβαναν στα σύνορα και τους κατέβασαν ανά εκατοντάδες και χιλιάδες στη βαριόμοιρη Αθήνα, άσχετα αν κάποιοι απ’ αυτούς κατάφερναν να σκεφτούν έξυπνα ή ηθικότερα, αναζητώντας κάπου αλλού την καινούργια μικρή τους πατρίδα.Εγώ ωστόσο, συνέχισα να ζω εδώ, στον πιο γοητευτικό λωβό της Κυψέλης, που στο τελείωμά της σμίγει με το μεγάλο πάρκο. Στιγμή όμως δεν έχασα το δικαίωμα στο παγκάκι μου. Ούτε την ανάγκη, να αισθάνομαι τολμηρός ή θρασύς, η ζωή βλέπετε είναι εκεί έξω και το έξω, ενέχει πάντα κινδύνους: απ’ το να πιείτε όλο το πορτοφόλι σας σε τεκίλες και να χρειαστεί να περπατήσετε το μισό κέντρο ως το πολυπόθητο κρεβάτι σας, μέχρι το να σας επιτεθεί μια σπείρα ξυλοκοπώντας σας, αλλά τότε, θα δυσκολευθείτε αληθινά ν’ αναγνωρίσετε αν είναι ξένοι ή ομοεθνείς, αυτοί που σαν «την έπεσαν» και μάλιστα άδικα, αφού όπως προείπα, ίσως να ‘χατε ήδη εξαργυρώσει –Θεός οίδε πως και γιατί-  το όχι και πολύ βαρύγδουπο χαρτζιλίκι σας, εξατμίζοντάς το σε μεθυσμένες σκέψεις.Θλίβομαι πολύ όταν οι ανώτεροι στο πνεύμα και την ωριμότητα από μένα, ολισθαίνουν σε κουβέντες, που όσο κι αν παρερμηνεύονται, τους βοηθούν να γίνουν οι ίδιοι εθνικιστικό έμβλημα προς χρήση, κάθε θερμόαιμου, που κρίνει ότι έχει πάρει την κατάσταση στα χέρια του και καλώς πράττει. Κι ας επαίρονται οι ίδιοι άνθρωποι για τις καλές τους προθέσεις στους «καλούς» ξένους, που επαγγέλονται τη μοδιστρική ή άλλες καλές ή αδιάφορες για το κοινό τέχνες.
Την ώρα που εκατομμύρια ομοεθνείς έχουν χάσει τη δουλειά τους με τρόπο οριστικό ή γίνονται απ’ την αρχή οι ίδιοι μετανάστες, όπως τέτοιοι υπήρξαν ίσως οι ίδιοι οι γονείς τους, που μόνο τέτοια μοίρα δεν ονειρεύτηκαν για τα παιδιά τους, εμείς ασχολούμαστε συντηρητικοί όσο ποτέ, να μετράμε τα εισιτήρια στις αγαπημένες μας πλατείες και τις αυτοσχέδιες τράπουλες-σκουπίδια; Λίγο χαμηλότερα ακόμα να πέσουμε κι οι άστεγοι, δε θα τσιμεντώνουν το χαρτόκουτό τους –μη τους κλέψει κανείς τη θέση/σπίτι τους στο «φωτισμένο» κέντρο- σύντομα οι ανθρώπινες αυτοσχέδιες «κατοικίες» της εθνικής μας ΝΤΡΟΠΗΣ του να μη καταφέρνουμε να ‘μαστε ένα ΕΥΝΟΜΟΥΜΕΝΟ κράτος δικαιοσύνης για τους πολίτες τους Έλληνες και ξένους, θα ξεπεράσουν τα στενά όρια του φωτισμένου κέντρου, θα ‘ναι αποκρουστικό φαινόμενο κατάντιας σε κάθε πλατεία, σε κάθε γειτονιά, ίσως και στο πεζοδρόμιο που μένουμε.
Τι θα κάνουμε αλήθεια τότε; Θα διαμαρτυρηθούμε για την κατάληψη του χώρου περιπάτου μας; Φοβάμαι ότι το ‘χουμε χάσει λίγο το θέμα κι ως ένα βαθμό συμφέρει, γιατί έτσι κλείνουμε τα μάτια μπροστά στο συστημικά ασθενές κράτος, που άλλοτε ακίζει υπέρ ημών και της ιδιότητας μας κι άλλοτε μας τσακίζει κόκαλα και νου, χρησιμοποιώντας μας σα μάζα αναλώσιμων.
Στην γείτονα και –συχνά χαιρέκακη είν’ η αλήθεια- φίλη Τουρκία εμφυτεύουνε σε τουριστικά παραϊατρικά ταξίδια, που συνδυάζουν κοσμετολογία και τζάμπα διακοπές σε χαμηλή τιμή, μουστάκια σε μουσουλμάνους άλλων χωρών, μιας κι αυτό είναι το στάτους το δικό τους για την ανδροπρέπεια και τη μαγκιά. Στην Ελλάδα πάλι, δεν είναι και το πιο εύκολο να βρούμε παγκάκι άδειο-καθαρό-συμμαζεμένο, χωρίς μαξιλάρια αστέγου ή αλλοεθνείς γιαγιάδες, που το ‘χουν ρίξει στο έξοδο του πασατέμπου.
Εγώ ωστόσο βρήκα το δικό μου και σας το δείχνω. Γράφει το δημοφιλέστερο ρήμα της εποχής κι υπονοεί κρυφά το ονοματεπώνυμό μου. Κανείς ξένος δεν το προτιμά, υποπτεύομαι ότι διαλέγουν άλλα κοντινά, όπου το ίδιο ρήμα είναι γραμμένο στη δική τους παράξενη γλώσσα. Κι όταν η δική μου μοναξιά διψάει για προστασία και συναισθηματική ασφάλεια, καλώ τα νουμεράκια μου και συναντιέμαι με φίλους, που με βοηθάνε να ξεχνάω τη μιζέρια που φωλιάζει ολοένα στον καθένα ξεχωριστά από μας, -συχνά για τους απόλυτα προσωπικούς μας λόγους κι έγνοιες- και φωνάζει  μέσα μας κι έξω μας, όσο κι αν προσπαθούμε να το μπαλώσουμε με plus αναλυτικότερες δηλώσεις.
O κόσμος περιγράφεται στο νου και το θυμικό του καθενός μας μέσα από το προσωπικό του φίλτρο. Αν έχουμε κρυμμένη παραπανίσια κάπνα κάποιου καημού, το φίλτρο για τον περίγυρό μας ασκημαίνει. Αλλ’ αν η ψυχή μας περιτρέχει όνειρα, ελπίδες που δε σβήνει καμιά περίοδος κρίσης δε μπορεί να διαγράψει, έρωτα ειλικρινή γι’ αυτό που κάνουμε και γλυκύτητα για όσους μας περιβάλλουν, αποκτάμε αυτόματα το χάρισμα, να βλέπουμε μπροστά, ν’ ακούμε τα κοτσύφια της εξωτικής Κυψέλης, που ζευγαρώνουν δυο φορές τη σεζόν (!) και κελαηδάνε ευτυχία οι νεραντζιές από τα ξημερώματα, φερνοντας ένα ακούσιο, αλλά ουσιαστικό χαμόγελο στο ξεκίνημα της κάθε καινούργιας μέρας.

• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki