«Εκείνος που άκουγε τις επιθυμίες των άλλων • κριτική βιβλίου από τον Πάνο Τουρλή • Bookia

Η Αγγελική και ο Γαβριήλ γεννήθηκαν με ελάχιστες μέρες διαφορά και μεγάλωσαν μαζί, χάρη στη φιλία που έδενε τους γονείς τους. Σύντομα όμως το ερωτικό στοιχείο μπήκε ανάμεσά τους και έζησαν μια υπέροχη ζωή μαζί, ώσπου κοντά μισό αιώνα αργότερα η Αγγελική πέφτει σε κώμα μετά από τροχαίο κι ο Γαβριήλ δεν ξέρει από πού να πιαστεί. Για να μην τρελαθεί, γράφει σε ένα τετράδιο αυτά που θέλει να της πει και σταδιακά αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι των κοινών αναμνήσεών τους. Θα συνέλθει η Αγγελική; Πώς επιζεί ο Γαβριήλ με μια έφηβη κόρη και μια πεθερά που πονάει εξίσου για το παιδί της όσο κι ο Γαβριήλ για τη γυναίκα του; Τι κοινά βιώματα είχαν οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου και πώς μεγάλωσαν μαζί; Και πώς θα αντιδράσει η Αγγελική αν ξυπνήσει και διαβάζοντας αυτά τα τετράδια μάθει ότι ο σύζυγός της έχει ένα σπάνιο χάρισμα, να ακούει τις επιθυμίες των άλλων;

Το νέο μυθιστόρημα του κυρίου Φιλιππίδη πάλι με ταξίδεψε σε κόσμους φανταστικούς αλλά και ταυτόχρονα ρεαλιστικούς. Για άλλη μια φορά η πένα του άνοιξε διάπλατα ψυχές και νου ανθρώπων που σίγουρα κάποια στιγμή θα πέρασαν από δίπλα μου, των οποίων η ιστορία έδωσε άφθονο χώρο στον συγγραφέα να ξετυλίξει τον δικό του κόσμο. Η ιστορία είναι τρυφερή, συγκινητική και καθόλου μελοδραματική. Έχει και κωμικές ανάσες και δύσκολες στιγμές, έχει τις τρυφερές αναπολήσεις των παιδικών καλοκαιριών του 1970, αλλά και την τσαλαπάτηση των ονείρων του 2000. Είναι μια ιστορία για ένα ερωτευμένο ζευγάρι που τους χώρισε (για πόσο;) ένα τροχαίο, κι ο άντρας αγωνίζεται να κρατάει τα δυο κομμάτια του ραγισμένου κρίκου από την κοινή τους αλυσίδα. Μια ιστορία που μου θύμισε ως αφετηρία την «Πάουλα» της Ιζαμπέλ Αλιέντε, κι ήταν ένα πεδίο αρκετά πλατύ για να ξετυλίξει ο κύριος Φιλιππίδης το κουβάρι των σκέψεων και των ιδεών του.

Με συγκίνησαν αφάνταστα οι αναπολήσεις των καλοκαιριών τη δεκαετία του 1970, μιας εποχής όπου ο Γαβριήλ και η Αγγελική μεγάλωσαν μαζί φορώντας ποδιές, χαρίζοντας τα όνειρά τους σε νύχτες με ορθάνοιχτα παράθυρα κι αγκαλιές, τότε που δεν υπήρχε φόβος, επιφυλακτικότητα ή εγωισμός. Βήμα το βήμα, σελίδα τη σελίδα, χτίστηκε μια υπέροχη ερωτική σχέση, στερεωμένη σε έναν καμβά ολοζώντανων χαρακτήρων, με την ντοπιολαλιά τους, την επαρχιώτικη νοοτροπία, αλλά και τη διηνεκή αγάπη που μόνο μια μάνα ξέρει και μπορεί να χαρίσει. Οι οικογένειες των δυο κεντρικών ηρώων πέρασαν πολλά για να φτάσουν ώς το σημείο που ξεκινάει η αφήγηση του βιβλίου και όλα φωτίζονται σταδιακά, αργά αργά και σοφά επιλεγμένα.

Σε κανένα σημείο το μυθιστόρημα δεν καταντά μελό, ούτε εκμεταλλεύεται μια συνηθισμένη (;) ιστορία πόνου για να προκαλέσει το κλάμα στον αναγνώστη. Το δάκρυ έρχεται αυθόρμητο, ακάλεστο, σαν μουσαφίρης σε βροχερή νύχτα, και εξισορροπεί αρμονικά με τις γκάφες των ηρώων σε παιδική ηλικία με την αγωνία της πανέξυπνης κόρης που έχει βάλει τα πόδια των γονιών της σε ένα παπούτσι και με την ελπίδα να τους καλημερίζει κάθε μέρα, δίνοντάς τους κι άλλη δύναμη ώσπου να ανακοινωθεί το πολυπόθητο «Συνήλθε», όποτε κι αν είναι η ώρα του να ακουστεί.

Οι ήρωες του βιβλίου έζησαν σε συγκεκριμένες κοινωνικές περιστάσεις και ιστορικές εποχές, τρίφτηκαν με ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο ιδιομορφίες και υποκειμενικότητα και κατάφεραν να μεγαλώσουν, να εξελιχθούν και να αντιμετωπίσουν το αβέβαιο μέλλον στηριγμένοι στις δικές τους δυνάμεις. Κανείς δεν είναι ίδιος από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα, ούτε καν ο αναγνώστης. Και το γεγονός ότι ο Γαβριήλ ακούει τις επιθυμίες των άλλων δεν είναι κάτι που επιβαρύνει το κείμενο με επιστημονικής φαντασίας ακρότητες, απλώς υπάρχει εκεί, ως διακριτικό φόντο, μόνο και μόνο για να δώσει ακόμη μεγαλύτερη πιστότητα στην αλήθεια του χαρακτήρα και να τον κάνει πιο ανάγλυφο σε όποιον διαβάσει το βιβλίο. Ο Γαβριήλ αναγνωρίζει κάποια στιγμή αυτήν του την ιδιότητα κι αρχίζει να φοβάται για τον τρόπο που θα την χειριστεί και το πώς θα την αντιμετωπίσει, χωρίς ούτε ο ίδιος να τρομάξει ούτε οι γύρω του να αλλάξουν απέναντί του.

«Εκείνος που άκουγε τις επιθυμίες των άλλων» είναι ένα υπέροχο, λυρικό, μεστό μυθιστόρημα για μια αγάπη που θέλει να ξεπερνά τα εμπόδια του χρόνου, της μοναξιάς και της απόστασης, ένα κείμενο αφιερωμένο στις αναμνήσεις μιας τρυφερής εποχής, ένα βιβλίο που δίνει μιαν άλλη διάσταση στον ερωτισμό μιας ιστορίας.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Γίναμε από ανθρωπάκια άνθρωποι, σε μια γειτονιά που ’χε αυλές και τα παιδιά λιακάδες» (σελ. 59).

«Χούντα, μας είχε τονίσει εκείνη με κάθε προσοχή αλλά και ευθύτητα στον λόγο της, είναι “κάτι παλιανθρώποι με στολές αστυνόμων, που ταλαιπωρούνε άδικα τον θείο τον Λευτέρη, που χάνει κάθε τόσο μεροκάματα από τη δουλειά του, που τα χρειαζόμαστε τόσο, για να επισκέπτεται την αστυνομία και να απαντάει σε ηλίθιες ερωτήσεις!”» (σελ. 86).

Πηγή: Bookia