now24gr • Ο Γιάννης Φιλιππίδης μιλάει στη Μαίρη Γκαζιάνη για το νέο βιβλίο του «Είχε λιακάδα σήμερα»


Απο την Μαίρη Γκαζιάνη
 
  «Δεν είναι δυνατό να γράψεις ένα μυθιστόρημα, αν στ’ αλήθεια δεν αισθάνεσαι πρώτος εσύ, διάφανος κι αληθινός με τα συναισθήματά σου» αναφέρει ο συγγραφέας Γιάννης Φιλιππίδης.

Δεν είναι τυχαίο ότι, τα βιβλία του έχουν πάντα μια ξεχωριστή θέση στις καρδιές των αναγνωστών, γι΄ αυτό και όλα συγκαταλέγονται στην κατηγορία των best sellers.  Με το νέο μυθιστόρημά του  «Είχε λιακάδα σήμερα», η δυνατή συγγραφική πένα που διαθέτει, οδηγεί πρώτα τον ίδιο και στη συνέχεια τους αναγνώστες να εισχωρήσουν στα μονοπάτια της εσωτερικής συναισθηματικής φόρτισης των ηρώων του.

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Γιάννη πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο σου με τίτλο «Είχε λιακάδα σήμερα». Τι κρύβεται πίσω απ’ αυτή τη λιακάδα;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ: Πρώτιστα κρύβονται άνθρωποι, ενυπάρχουνε ψυχές ανθρώπων, που αξίζει να γνωρίσουμε καλύτερα, έχουν πράγματα να πράξουν με τη συγκατάβαση και την ενσυναίσθηση του αναγνώστη. Αν ωστόσο δε γνωρίζαμε τι είναι η καταιγίδα ή ο κακός καιρός, δεν θ’ απολαμβάναμε τη λάμψη του ήλιου. Λάμψη στην ψυχή λοιπόν είναι η λιακάδες, σκοτεινές εποχές, γεγονότα στην εξέλιξή τους, δυσάρεστα και μη αναστρέψιμα απρόοπτα, είναι οι άλλες, οι σκοτεινές στιγμές. Είναι εκεί, που το ρήμα «Έχει» από τον τίτλο του βιβλίου αυτού, μετατρέπεται από μόνο του θαρρείς, σε «Είχε».

Μ.Γ.: Αν «Είχε λιακάδα σήμερα» τις υπόλοιπες ημέρες τι είχε;

Γ.Φ.: Τις άλλες μέρες ενείχε και ενέχει ζωή για όλους μας, ζωή σε κάθε της έκφανση. Εγώ παιχνιδίζω με τον τίτλο και το αφήνω σε χρόνο παρατατικό, λες κι επρόκειτο για μια στιγμή. Στην πραγματικότητα, αναφέρομαι σε όλες τις στιγμές μας, τόσο τις δικές μας, όσο και των χάρτινων ηρώων μου. Στιγμές που άλλοτε προσανατολίζονται στο φως κι άλλοτε πάλι στο γκρίζο• ή ακόμα χειρότερα: στο μαύρο των συναισθημάτων μας.

 Μ.Γ.: Για άλλη μια φορά η κεντρική ηρωίδα σου είναι γυναίκα. Ποια ανάγκη σε ωθεί να καταπιάνεσαι κυρίως με ιστορίες που αφορούν γυναίκες και πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι για σένα να εισχωρήσεις στη γυναικεία ψυχοσύνθεση;

Γ.Φ.: Ο βραβευμένος για την «Πέτρα της υπομονής» Ατίκ Ραχίμι, έχει πει, πως χρωστάμε οι άντρες συγγραφείς στις γυναίκες. Υποσυνείδητα ή ασυνείδητα συχνά, πιστεύω εγώ. Αλλά λειτουργεί. Όπως λέει και κείνος, οι γυναίκες είναι σύντροφοι, μάνες, κόρες. Οι γυναίκες εκπέμπουν το φως, θα προσθέσω εγώ. Είμαι τεμπέλης στη γραφή κι ας μη φαίνεται από τη βιβλιογραφία μου ως τώρα. Αλλά χρειάζομαι συχνά μια καινούργια γυναίκα ηρωίδα, να την ερωτευθώ, να λυθώ σ’ ένα συγγραφικό ταξίδι μαζί της ως το δικό της γίγνεσθαι μιας μυθοπλασίας που μόλις γεννιέται.

 Μ.Γ.: Σε ποια εποχή διεξάγεται η ιστορία που περιγράφεις στο βιβλίο σου;

Γ.Φ.: Διάλεξα δυόμισι δεκαετίες αρκετής αθωότητας για τους περισσότερους από μας, τη δεκαετία του 50, του ’60 κι εκείνην του ’70 ως τα μισά της σχεδόν. Ήθελα να αντλήσω γοητεία από κείνα τα χρόνια. Ήθελα τον καλύτερο κόσμο που ονειρεύονταν, τα όνειρά τους, την ασφάλεια που ένιωθαν μεταξύ τους, ακόμα και σε εποχές πολιτικά και κοινωνικά δύσκολες με φόντο μια Ελλάδα διχασμένη πρόσφατα από έναν πολυετή εμφύλιο πόλεμο, όλο αυτό το σκηνικό υπάρχει στην ιστορία μου, αν και για μένα, φέρνω σε γκρο πλαν τους δικούς μου πρωταγωνιστές, ελάχιστα την εποχή και τις τάσεις της. Ήτανε αναγκαίο να κάνω λίγη παραπάνω έρευνα, στην οποία χρειάστηκε να μου πούνε πράγματα, που δε βρίσκεις εύκολα στο διαδίκτυο, είναι πληροφορίες που δίνονται μόνο από πρόσωπο σε πρόσωπο. Σε πολλά μέρη τους, καθόρισαν στιγμές από το βιβλίο στο σύνολό του. Αλλά με γνωρίζεις σα συγγραφέα καλά και το εκτιμώ πολύ: σημασία για μένα έχουν πάντα τα πρόσωπα• τα θέλω, το σκοτείνιασμα του νου ή μια λαμπερή λιακάδα. Αυτά εμπνέομαι πάντα να φέρνω μπροστά.

Μ.Γ.: «Μόνη είχε μεγαλώσει σε χρόνια που η κοινωνία άλλαζε…» (σελ. 10) γράφεις για την Ισμήνη. Δεδομένου ότι ήταν και μοναχοκόρη, ποια ήταν η σχέση της με τους γονείς της;

Γ.Φ.: Η Ισμήνη ζει την επανάσταση των παιδιών των λουλουδιών από μακριά, μέσα από μια μικροαστική πόλη της περιφέρειας. Ως μοναχοκόρη, ο οπισθοδρομικότατος πατέρας, θέλει να την «εμπορευθεί» στεγνά και ειδικότερα, να την παντρέψει «μ’ ένα καλό παιδί», όπως του υπαγορεύουν τα χουντοβασιλικά ένστικτά του. Το κορίτσι αυτό είναι για κείνον, μια κοινωνική και οικονομική τουλάχιστον άμεσα μελλοντική, επένδυση. Αλλά θα του φύγει μέσα από τα χέρια την κατάλληλη στιγμή. Γιατί έτσι ήθελα εγώ ως συγγραφέας, έτσι φρονώ πως θα ‘τανε το δίκιο και για το κοινό μας αίσθημα.

Μ.Γ.: «Ένα όρθιο μάλιστα» αποκαλεί τη μητέρα της η Ισμήνη. Την λυπάται ή την περιφρονεί;

Γ.Φ.: Χαίρομαι που βάζεις τόσο εύστοχα, αυτά τα δύο τόσο καίρια ρήματα. Αλίμονο, ταυτόχρονα η Ισμήνη, συμβαίνει να λυπάται για την τρέχουσα ζωή της άβουλης μητέρας της, έτσι όπως είναι πάντα υποτακτική σ’ έναν άντρα, που δεν το αξίζει, πρώτιστα επειδή την υποτιμά, όπως και την κόρη του την ίδια, αυτός σκέφτεται, αυτός κρίνει ότι αποφασίζει για όλα. Από την άλλη η μοναχοκόρη Ισμήνη την περιφρονεί κιόλας. Της χρεώνει το γεγονός ότι δεν επαναστάτησε, να πάρει την ίδια ως παιδί και να φύγουν ή να θέσει άλλες διεκδικήσεις στην ευλογημένη από Θεό κι ανθρώπους ένωση με τον άντρα της, που μόνο ως αντιπρότυπο συζύγου μπορεί να χαρακτηριστεί.

Μ.Γ.: Η Ισμήνη και η θεία της Πέρσα μοιάζουν να έχουν ίδιες ζωές σε διαφορετικές εποχές. Από που άντλησαν δύναμη για την επανάστασή τους απέναντι στον ίδιο άνθρωπο, τον Ανέστη, αδερφό για την Πέρσα, πατέρα για την Ισμήνη, με μερικά χρόνια διαφορά;

Γ.Φ.: Τις ήθελα εγώ έτσι. Δανείστηκα την έννοια της ποιητικής άδειας, πρόσθεσα μαγικό ρεαλισμό στην εικόνα που σχημάτιζα. Ήθελα μ’ αυτόν τον τρόπο, η ιστορία να επαναληφθεί δυο φορές και μάλιστα, σε δύο διαφορετικές εκδοχές, που μοιάζουν στο δέσιμο με τους ανθρώπους που ερωτεύονται στη ζωή, καθόλου σε άλλες καίριες συνθήκες, που θα φέρει ο καιρός κι η διαφορετική τους μοίρα. Για τον γραφικό επαρχιώτη και «τσιμεντέμπορα» όπως τον αποκαλεί η αδερφή του η Πέρσα κάπου, δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Μόνο ότι είναι πολύ μικρός ως νους κι ως άνθρωπος για το περιβάλλον γύρω του, πολλώ δε μάλλον για κείνες. Κι ότι δεν μαρτυρήσει ο ίδιος ο συγγραφέας για το ποιόν του, θα το πουν στον αναγνώστη/στρια του βιβλίου, οι ίδιες οι ηρωίδες.

Μ.Γ.: Δεδομένου ότι, πριν η Ισμήνη εγκαταλείψει το σπίτι της, δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, που οφείλεται ο «απροσμέτρητος ψυχικός συντονισμός» θείας και ανιψιάς;

Γ.Φ.: Κοίταξε να δεις. Υπάρχει μια εκ προοιμίου μονόπλευρη γνωριμία από τη μεριά της ανιψιάς. Τη βλέπει σε δισκοπωλεία, διαβάζει για κείνην προσωπικά στοιχεία σε λαϊκά περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής, που δεν ήξεραν ακόμα τον όρο του κιτρινισμού, αλλά τον εξέφραζαν με σφοδρότητα. Η θεία και περιώνυμη Πέρσα από την άλλη παίρνει ένα γράμμα και πριν καν προλάβει να αντιδράσει κατά τα δικά της δυναμικά ήθη, της προκύπτει ένα κορίτσι στο κατώφλι, που χρειάζεται την προστασία της. Έχοντας χάσει σε βρεφική σχεδόν ηλικία το δικό της κορίτσι και με δεδομένο ότι η ιστορία της μικρής μοιάζει τόσο με τη δική της, είναι αυτό που δίνει ζεστασιά στην ανθρώπινη βαθιά σχέση που θα δημιουργεί με το χρόνο μεταξύ τους. Όσο κι αν συμβεί να κρατήσει αυτός.

Μ.Γ.: Η Πέρσα στάθηκε στην Ισμήνη με κάθε τρόπο από την πρώτη στιγμή που ζήτησε τη βοήθειά της. Το έκανε μόνο από αγάπη ή στις πράξεις της περιλαμβανόταν και η εκδίκηση απέναντι στην συμπεριφορά του Ανέστη προς την ίδια, πολλά χρόνια πριν;

Γ.Φ.: Χρειάστηκε να ψηλαφίσω αρκετά την ψυχή της για να το νιώσω, όπως πραγματικά το αισθάνομαι: το βασικότερο, είναι ότι προκύπτει το κορίτσι. Στην πραγματικότητα, τον αδερφό της τον έχει αφήσει να βουλιάζει στη λάσπη του δικού του επαρχιώτικου πνεύματος, έχει αλλάξει όνομα, η μνήμη της είναι επιλεκτική, γιατί οφείλει να ‘χει τη δύναμη να κοιτάξει μπροστά. Αλλά αυτό δε σημαίνει, ότι δε χαίρεται να τρελάνει ή να κατεβάσει στο επίπεδό του, τον άνθρωπο που δεν αξίζει να ’χει γνώμη ούτε στη δική της περίπτωση, ούτε όμως και σ’ αυτήν της κόρης της.
O συγγραφέας Γιάννης Φιλιππίδη μαζί με τη συγγραφέα Μαίρη Γκαζιάνη

Μ.Γ.: Και οι δυο γυναίκες εγκατέλειψαν την οικογενειακή εστία λόγω εγκυμοσύνης και προκειμένου ν΄ αποφύγουν τις επιβολές του πατέρα και αδερφού. «Τι θα πει ο κόσμος;» είναι η σκέψη του Ανέστη στις εγκυμοσύνες τους. Πιστεύεις ότι αυτή η φράση έχει εξαλειφθεί σήμερα από το μυαλό των γονιών;

Γ.Φ.: Αλίμονο, και βέβαια όχι.  Αλλά κι αν οι γονείς στη διαδικασία επιλογής συντρόφου από το ή τα παιδιά τους είναι αποδεκτή ή απλά καταπίνεται, ο κόσμος είναι Ο κόσμος. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι βλέπεις γύρω μας με ελλιπή χαρακτηριστικά ζωής και τέτοια πλήξη, που τους γίνεται εθισμός το να παρακολουθούν τις ζωές των άλλων κι αυτό δυστυχώς επεκτείνεται διαρκώς. Τι γίνεται όταν δυο διαφορετικά σε εθνότητα-φύλο ή καταγωγή άτομα, σμίξουν μεταξύ τους, για να φέρνω ένα εμφανές παράδειγμα. Οι γονείς, ενδέχεται να το δεχτούν. Η κοινωνία όμως; Γιατί αυτή είναι ο «κόσμος». Που κρίνει κι επικρίνει, χωρίς να δρα ή ζώντας στο δικό της κόσμο, αλλά δε χαλιέται στο ν’ ασχοληθεί για την εκτόνωσή της και με τους άλλους. Καταλαβαίνεις βέβαια, ότι ξεφεύγω από τους γονείς, παίρνω/βλέπω το θέμα λίγο πιο σφαιρικά. Και ποιος είναι στ’ αλήθεια αυτός ο κόσμος που θα ορίσει την ευτυχία και το μέλλον δυο ερωτευμένων ανθρώπων;

 Μ.Γ.: Τι ήταν αυτό που αναγνώρισαν μεταξύ τους ο Μάνος με την Ισμήνη κι ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά;

Γ.Φ.: Η ειλικρίνεια στα βλέμματά τους, οι διάφανες σκέψεις που διαφάνηκαν, πριν καν ειπωθούν. Τους ενώνει η καλή πίστη, ότι γνωρίζονται χωρίς να ‘χει αυτό προκύψει καν από φλερτ. Κι αυτό, τους ιντριγκάρει θαρρώ ακόμα παραπάνω, τους δένει με τρόπο οριστικό.

Μ.Γ.: Ο Μάνος αποδέχτηκε την εγκυμοσύνη της Ισμήνης και στάθηκε δίπλα της. Από που πήγαζε η ανιδιοτέλειά του;

Γ.Φ.: Ήθελα να εκφράσω την εκ πεποιθήσεως αθωότητα, που εξέφραζαν πολλά από τα παλικαράκια της εποχής του. Έχουμε το κορίτσι; Ναι, αλλά έχει και κάτι μαζί του. Αν ήμασταν σήμερα εσύ και γω σε κείνην την εποχή, δε θα μπαίναμε καν στον κόπο να κάνουμε αυτή την κουβέντα. Οι γονείς του δεν θα ‘χαν κάποιο ειδικό πρόβλημα, ο ίδιος είχε μεγαλώσει σ’ ένα διαφορετικό πολυπολιτισμικό για τα μέτρα της εποχής του, περιβάλλον.

 Μ.Γ.: Η οικογένεια του Μάνου είναι εντελώς διαφορετική από την οικογένεια της Ισμήνης, αγάπη και κατανόηση στη μια, απαξίωση και οργή στην άλλη. Που οφείλονταν οι ρίζες των συναισθημάτων των γονιών τους;

Γ.Φ.: Στόχος μου ήταν να εκφράζω την εποχή που τρέχει με το βλέμμα στο μέλλον, που αλλάζει τα πάντα και τους πάντες και να την παραθέσω πλάι στην οπισθοδρόμηση που εκφράζει η οικογένεια του Ανέστη, όχι άδικα, μιας κι είναι χαμένη στην υπανάπτυκτη επαρχία. Επαρχία ήτανε τα χρόνια εκείνα κατά τα ήθη και το Ναύπλιο, αλλά οι άνθρωποί του, δέχονταν κι έκαναν αποδεκτά όλα τα νέα ρεύματα, ανθρώπους από άλλες χώρες, που τους έφερναν τις νέες ιδέες για έναν αλλιώτικο κόσμο. Ως έναν σημαντικό βαθμό δηλαδή, παίζει ρόλο ακόμα και η ιδιαίτερη πατρίδα των δυο ζευγαριών-συμπεθέρων και βέβαια, ανά περίπτωση, οι προσωπικές τους καταβολές: η κουλτούρα στο πνεύμα από τη μια, άνθρωποι χωρίς συνείδηση για την ίδια τους την ζωή από την άλλη.

Μ.Γ.: «Εκδηλώνονται παράξενα οι νέοι όταν ερωτεύονται. Πολύ περισσότερο τη χρονιά 1971» γράφεις. Ποια είναι η διαφορά από τις άλλες χρονιές;

Γ.Φ.: Δεν πρόκειται στην πραγματικότητα γι’ αυτή τη συγκεκριμένη χρονιά, αλλά όλα τα πρώτα χρόνια του ’70 που έφεραν ένα κίνημα που επικράτησε εκείνη την εποχή, από τα τελευταία χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας. Ένας άνεμος αλλαγών διέπνεε τη νεολαία εκείνο τον καιρό, στην Ελλάδα το φαινόμενο, το φέραν οι τουρίστες, εμείς αργήσαμε λιγάκι, δεν ήταν η εποχή της παγκόσμιας πληροφορίας που προσφέρει σήμερα η τεχνολογία. Διαδηλώσεις, μικρές ή μεγαλύτερες επαναστάσεις, φέρναν από τα πίσω χρόνια, μια δύναμη και την ανάγκη περισσότερης ελευθερίας. Αυτό το αίσθημα, αυτή την ανάγκη, προσπάθησα να εμφυσήσω και στους χαρακτήρες του βιβλίου μου.

 Μ.Γ.: «Ως επαναστάτρια της ζωής, περπατούσε στα χρόνια που είχαν κυλήσει, άλλα όμορφα, άλλα δυστυχή, ωστόσο στην τελική όμορφα ήταν κι αυτά» γράφεις για την Πέρσα. Πως τα δυστυχή χρόνια μετατρέπονται σε όμορφα;

Γ.Φ.: Αν σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή ας πούμε έναν άνθρωπο που καταλήγει από ασθένεια, τότε ναι, θα πω ότι και δυστυχισμένος άνθρωπος να ήμουν, θα ‘τανε προτιμότερο από το ίδιο το φόντο ενός θανάτου. Τόσο μακριά ήθελα να ταξιδεύει ο ανοιχτόμυαλος νους της Πέρσας, που αγάπησα πολύ κατά τη συγγραφή, γιατί φέρει στο νου, κάποιες από τις δικές μου αναρχικές σκέψεις, κάποιες ιδέες που φέρνουν συνειρμούς και αντιθέσεις για προβληματισμό. Τόσο απλά, τόσο πολύ. Προτιμάει κανείς να ‘ναι δυστυχισμένος ή μελλοθάνατος;

Μ.Γ.: «Πόσο εγκληματικοί και ταυτόχρονα αφελείς που ήταν οι επαρχιώτες» σκέφτεται η Ισμήνη. Ο χαρακτήρας του πατέρα της ήταν θέμα επαρχίας ή νοοτροπίας; Θα μπορούσαμε να συναντήσουμε ίδιους χαρακτήρες και στην Αθήνα την ίδια εποχή ή ακόμα και σήμερα;

Γ.Φ.: Κατ’ αρχήν, φοβάμαι πως είναι η επαρχία που καθόρισε ιστορικά τη νεοελληνική νοοτροπία, τον στενό και συντηρητικό τρόπο του να βλέπουμε τα πράγματα, την επίκριση, τα σχόλια. Αλλά κρατάει χρόνια αυτή η δύσοσμη κολόνια. Από γενιά σε γενιά, η Ελλάδα δεν ξέχασε συνολικά την επαρχιώτικη και κοντόφθαλμη νοοτροπία της. Στην εποχή μας δε, ο κόσμος της πληροφορίας και όσοι ασκούν δημόσιο ή ευρύτερο κοινωνικό μονόλογο ή διάλογο, εκφράζουν συχνά αυτή τη νοοτροπία. Δεν χρειάζεται να ‘ναι πια οι συγγενείς μας ή οι γείτονες. Μπορούν μάλιστα να έχουν γνώμη για μας, ακόμα και οι επαφές μας στο διαδίκτυο!

Μ.Γ.: «Θέλω να σου πω ότι αν κάτι παραπάνω θελήσεις από μένα, ίσως και να φανώ πρόθυμη…» απευθύνει η Ισμήνη στον Μάνο. Πίσω από αυτή τη φράση ήθελες να δηλώσεις την σεξουαλική απελευθέρωση της γυναίκας;

Γ.Φ.: Ακριβώς. Ζώντας πιστεύω σε μια εποχή, που εσείς οι γυναίκες ζείτε πια πιο ελεύθερα –καμιά φορά αυτό σκοντάφτει με τις προσωπικές καταβολές της καθεμιάς– αλλά συνολικά, κάποιες φορές, είστε εσείς που παίρνετε τις πρωτοβουλίες, που χειραφετήστε και παίρνετε τη ζωή σας στα δικά σας χέρια. Αλλά μήπως αυτό δεν ξεκίνησε χτες, αλλά έχει τις καταβολές του σε άλλες εποχές; Οι δυο ηρωίδες του «Είχε λιακάδα σήμερα» είναι η επιτομή της χειραφέτησης. Συνέβαινε και τότε. Αλλά ήτανε πολύ πιο σπάνιο.

 Μ.Γ.: «Εγώ ήθελα πρώτος το καλό της…» αναφέρει ο Ανέστης για την κόρη του. Το καλό εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπει κάποιος ή είναι αντικειμενικό και μοναδικό;

Γ.Φ.: Το καλό και το κακό, όπως κι όλες οι έννοιες έχουν κατά την ταπεινή μου κρίση, ΜΟΝΟ υποκειμενική σημασία. Ό,τι είναι καλό για κάποιον, μπορεί να ‘ναι κακό για κάποιον άλλον. Αυτό συμβαίνει και στο βιβλίο. Το καλό για τον πατέρα αναφέρεται στην έννοια της αναζήτησης ενός καλού γαμπρού κατά τη δική του επιλογή και κρίση, για την Ισμήνη πάλι, το καλό είναι ό,τι συμβαίνει να γνωρίσει τον οριστικό της σύντροφο, τη στιγμή και την εποχή, που δεν ψάχνει να βρει κάποιον, έχει πρώτιστα να βάλει σε τάξη τη δική της μετέωρη ζωή.

Μ.Γ.: «Ο φόβος είναι το τίμημα των ηρωικών πράξεων» γράφεις σε κάποιο σημείο. Οι ηρωικές πράξεις χρειάζονται θάρρος, ίσως και θράσος. Πως ερμηνεύεις τον φόβο ως τίμημα;

Γ.Φ.: Για μένα ήρωας, είναι εκείνος που γνωρίζει τον κίνδυνο. Αυτό φέρνει αναμφίβολα φόβο. Αλλά αυτό που τον κάνει ήρωα, δεν είναι η άγνοια του κινδύνου, αλλά η ίδια η επίγνωση ενός κακού ενδεχόμενου. Ο ήρωας μέσα στο μυαλό μου, θα πάρει μια βαθιά ανάσα και θα εκπνεύσει το φόβο του, πριν από μια πράξη του, που ιστορικά ή από τρίτους, θα χαρακτηριστεί ως γενναία.

 Μ.Γ.: «Αλλά γιατί ένιωθε καλύτερα από ποτέ στη ζωή της;» αναρωτιέσαι για την Ισμήνη όταν απέβαλε. Πού πιστεύεις ότι οφειλόταν το καλύτερα που ένιωθε;

Γ.Φ.: Η Ισμήνη φεύγει από μια μικρή πόλη πρώτιστα για να ζήσει περισσότερο ελεύθερα, όπως ένα μεγάλο κομμάτι από την γενιά της. Αφορμή ωστόσο να το κάνει αυτό λίγο πριν την ενηλικίωσή της, είναι η πίεση των γονιών, να μην το κρατήσει.  Η ίδια, αντιστέκεται διαφεύγοντας από το σπίτι, εξαφανιζόμενη. Η ζωή όμως συχνά έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ο απρόσμενος έρωτάς της για τον Μάνο, αναιρεί πολλά. Έχει προλάβει να βιώσει όλα τα μητρικά ένστικτα που εμπνέει στις γυναίκες μια εγκυμοσύνη. Έχει προλάβει ν’ αγαπήσει ακόμα κι αυτό το παιδί, που δε θα γεννηθεί ποτέ. Αλλά έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, αισθάνεται ότι μηδενίζει και επανακκινεί. Φουλ ερωτευμένη όπως είναι, θα προτιμήσει να κάνει παιδιά με κείνον που ‘χει αγαπήσει ξαφνικά κι αληθινά, αφήνει πίσω της το ίχνος εκείνου που δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ της.

Μ.Γ.: Στο βιβλίο σου υπάρχει και το μεταφυσικό στοιχείο μέσα από τις προβλέψεις της Ασημίνας και τα όνειρα της Ισμήνης. Πιστεύεις στα όνειρα και στις προβλέψεις;

Γ.Φ.: Πιστεύω στην έννοια του μεταφυσικού. Στα όνειρα και στις προβλέψεις γενικά, δε συμβαίνει το ίδιο. Πιστεύω στην καλή και την κακή κοσμική και μεταφυσική ενέργεια, σ’ όσα ίσως δεν έχουμε ακόμα τόσο αναπτυγμένο εγκέφαλο για να νιώθουμε. Αλλά στην πεζογραφία μου, τα όνειρα εκφράζουν συμβολισμούς, άλλες φορές πάλι μπορεί απλά να ‘ναι σημάδια, που ένας ήρωας τα αντιλαμβάνεται όπως νιώθω ότι συμβαίνει κάποιες φορές με μένα. Αυτός ο λατινοαμερικάνικος μαγικός ρεαλισμός, πιστεύω ότι ταιριάζει πολύ στους μεσογειακούς λαούς. Ταιριάζει πρώτιστα σε μένα. Γι’ αυτό κάθε τόσο προκύπτει ένας μικρός ρόλος για ένα ενορατικό πρόσωπο, που έχω ονειρευτεί πρώτος, να γίνεται πρόσωπο πραγματικό. Κι εγώ χαίρομαι να εμφυσώ δυνάμεις.

Μ.Γ.: Δεν θα αναφερθώ στην εξέλιξη της ιστορίας, ούτε σε ποια ηρωίδα σου αναφέρεται η φράση «το ζήτημα δεν ήταν να νικήσει τον θάνατο αλλά να κερδίσει όση ζωή της απέμενε» και θα σε ρωτήσω, η ζωή ή ο θάνατος φοβίζει περισσότερο τον άνθρωπο;

Γ.Φ.: Αυτό φοβάμαι ότι συμβαίνει ανάλογα με τον άνθρωπο. Άλλοι φοβούνται να ζήσουν, αφήνουν τις μέρες και τα χρόνια να περνούν. Άλλοι πάλι όπως εγώ, ζουν κάθε μέρα από την αρχή, χωρίς τον φόβο του θανάτου. Δεν έχει νόημα η έννοια του πότε για μένα, κάποια στιγμή, θα συμβεί σε όλους μας. Σημασία έχει τι κερδίζεις από την κάθε μέρα σου, όσο η ζωή σου διαρκεί.

 Μ.Γ.: «Μέσα από μια μυθοπλασία αναμετριέσαι με τα δικά σου συναισθήματα» είναι λόγια της Πέρσας προς την Ισμήνη.  Με ποια δικά σου συναισθήματα αναμετρήθηκες κατά τη συγγραφή του βιβλίου;

Γ.Φ.: Αναμετρήθηκα με ό,τι καλό ή κακό αισθάνομαι από την αρχή. Δεν είναι δυνατό να γράψεις ένα μυθιστόρημα, αν στ’ αλήθεια δεν αισθάνεσαι πρώτος εσύ, διάφανος κι αληθινός με τα συναισθήματά σου. Έτσι μόνο, μπορείς πιστεύω, να ντυθείς τα ρούχα, να νιώσεις τον σφυγμό των ηρώων σου. Κι αυτή τη φορά, σταμάτησα πολλές φορές τη γραφή γιατί τα μάτια μου γέμιζαν απροσδόκητα ή και φυσικά κλάματα, άλλοτε γέλασα με τις όμορφες στιγμές, με κωμικές στιχομυθίες ή άλλες ευτυχείς εξελίξεις της μυθοπλασίας. Δεν το ξέρουν πάντα οι αναγνώστες, αλλά το συναίσθημα ενός συγγραφέα, καμιά φορά ξεφεύγει πολύ, κυρίως στα δραματικά πεδία του, στεναχωριέται, επηρεάζεται συναισθηματικά ο ίδιος.

* Το μυθιστόρημα «Είχε λιακάδα σήμερα» του Γιάννη Φιλιππίδη κυκλοφορεί από την Άνεμος εκδοτική


Η Μαίρη Γκαζιάνη γεννήθηκε στα Ιωάννινα.  Μεγάλωσε στην Αθήνα όπου ζει μέχρι σήμερα και εργάσθηκε ως τραπεζοϋπάλληλος. Στο παρελθόν ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την φωτογραφία ενώ τώρα ζωγραφίζει και παράλληλα γράφει. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές.
Τον Μάιο του 2012 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Σου γράφω…», τον Σεπτέμβρη 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ και τον Ιούνιο του 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο της ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ  από τις εκδόσεις Όστρια. Επίσης, το παραμύθι της «Το ψαράκι του βυθού» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Παραμύθια και Μαμάδες» εκδόσεις Βερέττα 2015.  Τον Ιούνιο 2017 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της ΑΛΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ από την Εμπειρία Εκδοτική. Το 2019 θα κυκλοφορήσει το νέο της μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Την περίοδο 2011-2012 υπήρξε ραδιοφωνική παραγωγός στο magicradiolive. Από τον Νοέμβρη 2014 συνεργάζεται με το now24.gr και έχει πραγματοποιήσει πάνω από πεντακόσιες συνεντεύξεις. Το 2016 συμμετείχε στην τηλεοπτική εκπομπή ΚΑΛΩΣ ΤΟΥΣ του ΑιγαίοTV πραγματοποιώντας συνεντεύξεις σε ανθρώπους των τεχνών. Διετέλεσε Διευθύντρια Σύνταξης του on line Πολιτιστικού Περιοδικού Books and Style από Ιούλιο 2017 έως Μάρτιο 2018 οπότε αποχώρησε οικειοθελώς.
Μεγάλη της αγάπη είναι το θέατρο με το οποίο ασχολείται ερασιτεχνικά.


Πηγή: https://now24.gr/o-giannis-filippidis-milaei-gia-to-neo-biblio-tou-eixe-liakada-simera/?fbclid=IwAR2OaLjdHHj4CxAY_uAUTgvTRYzjKCdmSZVnK2CNhmgP0LRMJfBYlwPNOqg