Θυμάμαι ελάχιστα από την πρώτη μου εμπειρία με το θέατρο σκιών. Ήταν όμως στη διάρκεια ενός σύντομου ταξιδιού της οικογένειάς μου στη μεγάλη πόλη, για κάποια κοινωνική υποχρέωση. Το πως βρέθηκα να παρακολουθώ παράστασή του, χάνεται σα πληροφορία. Επέστρεψα στη βορειοελλαδίτικη μικρή μας πόλη με τις εικόνες από τις φιγούρες του και τη μορφή ενός γλυκύτατου κύριου Ευγένιου, που συνέβη να γνωρίσουμε με τρόπο τυχαίο, όταν μοιραία άναψαν κάποια στιγμή τα φώτα, προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια.
Από τότε ξεκίνησε μια αναζήτηση ασυνείδητη στην αρχή και πιο επίμονη μετά, που μου πρόσφερε μέσα από τη στέρηση. Ήμουν ένα τυπικό παιδί της επαρχίας, που δεν είχε τη δυνατότητα να ‘ρχεται κοντά σε πραγματικές παραστάσεις. Στην ηλικία των πέντε όμως, το μακρύ χέρι του Καραγκιόζη, η απρόσμενη ειλικρίνεια της τοποθέτησής του απέναντι στα τεκταινόμενα, η κωμική πανάσχημη γυναίκα του, τα λαλημένα του παιδάκια, ο πολλά βαρύς κυρ Γιώργος κι όποιος άλλος πέρναγε από το μπερντέ, ήταν τα εισιτήρια για ένα μαγικό κόσμο θεάτρου που για μένα, υπήρχε σα πρόσβαση μονάχα μέσα από την οθόνη μιας φαρδιάς ασπρόμαυρης τηλεόρασης.
Δεν έμεινε όμως καθόλου εκεί. Μολονότι μακριά από κάθε είδους ευκαιρία αληθινής εμπειρίας παράστασης, βρέθηκα μπροστά σε μια επώνυμη εταιρία μπισκότων, που εκείνη την εποχή χάριζε μέσα από τα μεγάλα χαρτονένια κουτιά των συσκευασιών της, όλη τη βασική οικογένεια των προσώπων.
Τότε θυμάμαι να χρησιμοποίησα για πρώτη μου φορά συνειδητά, ψαλίδι. Στο σπίτι, αλλά περισσότερο στο δωμάτιο μου άρχισαν να συνυπάρχουν τα αγαπημένα ζωγραφιστά μου πρόσωπα, καινούργιες ιστορίες και σενάρια ξεπήδησαν από τους τοίχους, η φωνή μου πάλευε να μοιάσει με κείνην του κύριου Ευγένιου, που συνέχιζα ν’ ακούω μέσα από τις εκπομπές του.
Θα ‘χε περάσει αρκετός καιρός, ίσως και περισσότερος από ένας χρόνος, όταν μπήκε στο παιχνίδι κι ένας δίσκος βινυλίου, με τέσσερα μικρά μονόπρακτα, που επαναλαμβάνονταν καθημερινά με τέτοιο τρόπο που, μ’ έφεραν σε απροσδόκητη αντιπαράθεση με το μεγαλύτερό μου αδερφό, που τη συγκεκριμένη εποχή «μεγάλωνε» φοιτώντας στη δεύτερη τάξη του γυμνασίου. Δύσκολη θα πρέπει να ‘τανε για κείνον η συμβίωση μ’ ένα τόσο μικρότερο παιδί στην οικογένεια. Ένα παιδί, που ‘χε προλάβει να ονειρευτεί ότι θα ‘θελε να γίνει στη ζωή του Καραγκιοζοπαίχτης.
Ο δίσκος έγινε μικρά τρίγωνα θρύψαλα και γω επιφανής εχθρός με κείνον, που τον έσπασε στα γόνατά του, σε στιγμή ανεξέλεγκτου εφηβικού εκνευρισμού. Τότε προσδιόρισα ότι στις οικογένειες, δε συμβιώνουνε μονάχα οι αγαθότερες προθέσεις, αλλά κι άλλα συναισθήματα λιγότερο αθώα, όπως η αντιπαλότητα ανάμεσα στ’ αδέρφια ή τα όρια της καλής συμπεριφοράς των άλλων. Απογοήτευση μικρή ένιωσα, όταν προσπάθησα ν’ αντικαταστήσω το δίσκο και δε βρέθηκε άλλος σε κυκλοφορία, χαμογελώντας όμως στα σαράντα μου, μπορώ να υποθέσω ότι οι γονείς μου φρόντισαν έξυπνα να μη βρεθεί, αποφεύγοντας έτσι περαιτέρω παιδικούς καβγάδες ή ανεξέλεγκτη διάθεση χρήσης του πικ απ για τέτοιο σκοπό. Οι φιγούρες του Καραγκιόζη, αποσύρθηκαν με τον καιρό διακριτικά από την επιφάνεια, στο φόβο της περαιτέρω επέκτασης των επεισοδίων και γω ένιωσα την έννοια του ανικανοποίητου για δεύτερή φορά στη ζωή μου.
Το προσωπικό μου θέατρο σκιών ανέβηκε στο πατάρι, αλλά θα είχε το δικό του μέλλον. Το μεθεπόμενο καλοκαίρι, με θυμάμαι στην Πιερία, στ’ όμορφο δωματιάκι των ψαράδων που ‘χε φάτσα του τη θάλασσα του Θερμαϊκού και γέμιζε ένοικους μόνο τους θερινούς μήνες, το χειμώνα κατοικούσαν μόνα τους δίχτυα, παραγάδια, πανέρια και μεγάλοι φανοί νυκτός. Στην τσιμεντένια αυλίτσα του, προσπαθούσαμε τ’ απογεύματα να στήσουμε παραστάσεις. Μάταια παρακαλέσαμε για σεντόνι, δεν υπήρχε διαθέσιμο, οι μανάδες μας δεν έδειχναν καθόλου διαθέσιμες να συνεργαστούν. Ένα μπλε σκούρο στρώμα θαλάσσης γυρισμένο στο πλάι και πάνω σε καρέκλες, οριοθέτησε τη θεατρική υπόσταση του δρώμενου. Κι έτσι απρόσεχτα όπως χρησιμοποιούσαμε τις καρφίτσες για τη σύνδεση των μελών στις φιγούρες, το πως δε ξυλοφορτωθήκαμε ανάλογα είναι απορίας άξιο. Στο δίκαιο φόβο της μάνας, ότι θα τρυπήσουμε το στρώμα και θα ‘χουμε «άλλα» έλεγε κι έδειχνε τον αδερφό μου με το βλέμμα της, απαντήσαμε με μια σειρά από θεατρικές βραδιές, δε ξέρω πόσο ενδιαφέρουσες προέκυψαν μ’ ένα τσούρμο ηλιοκαμένα πιτσιρίκια, που προσπαθούσαν να «ερμηνεύσουν» σκυμμένα άβολα, εμείς πάντως, μια χαρά περάσαμε. Ήταν όμως παιχνίδι, το ‘βλεπα, το διέκρινα γιατί ήμουν σταθερότερος θαυμαστής του κυρ Ευγένιου, που συνέχιζε τις παραστάσεις του ακόμα και κει, στην ίδια τσιμεντένια αυλή με τους ήχους των κυμάτων στ’ αυτιά μας. Θα ‘θελα να μπορούσα να του ‘χω στείλει εκείνη την εικόνα: μια όμορφη παραλία μερικά μέτρα πλάι μας, μια χούφτα παιδιά άτακτα, κόσμος περαστικός στη βόλτα του κι εμείς αφοσιωμένα στην μικρή φορητή τηλεόραση, που ‘τανε καθισμένη όπως εμείς. Σε μια τυπική ψάθινη ελληνική καρέκλα. Άλλος ήταν ο Καραγκιόζης που ‘θελα κοντά μου, ο δικός του μονάχα. Αυτός που εκείνη την εποχή, είχε ανεβάσει στο μπερντέ του την ίδια την Οδύσσεια με σκαλιστές φιγούρες κι ήμασταν ευτυχισμένοι οι μικροί, ανεξάρτητα απ’ το αν γνωρίζαμε το έπος του Ομήρου ή τον ίδιο. Αίσθηση ανικανοποίητου ξανά.
Μετά τα χρόνια πέταξαν βιαστικά σαν αποδημητικά πουλάκια κι η μεγάλη μου αγάπη ξεχάστηκε, καθώς μεγάλωνα και προχωρούσε η διαδικασία του σχολείου, των βιβλίων και των μαθημάτων, της παιδικής λογοτεχνίας που προέκυψε λαθραία σα βραδινό ανάγνωσμα, αφού είχα την τύχη να γεννηθώ κοντά στα μέρη που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μενέλαος Λουντέμης. Και κει, στις ονομαστικές γιορτές, ήταν παράδοση να τον χαρίζουν στα παιδιά νωρίς οι μεγαλύτεροι, χωρίς να ‘χουν υπόψιν τους τις περισσότερες φορές, τον ενδεχόμενο αντίκτυπο του ενήλικου περιεχόμενου των βιβλίων του, που ξέφευγε κατά πολύ απ’ το παιδί που μέτραγε τ’ άστρα κι ονειρευόταν. Όνειρα και ήρωες για μένα και κει, χωρίς φανερή ενεργή συμμετοχή ή έτσι φαινότανε τουλάχιστον, οι συγγραφικές διαθέσεις μου προέκυψαν μετά.
Πριν λίγα σχετικά χρόνια, πάντα σε σχέση με την ηλικία των πέντε, αλλά ενήλικος πια συνέβη να ξανασυναντηθώ με το θέατρο σκιών, αλλά όχι με τον κύριο Ευγένιο. Ήμουνα πια φοιτητής στη δραματική σχολή κι είχα ξεκινήσει να βιοπορίζομαι από μια σειρά παραθεατρικές δραστηριότητες. Βρέθηκα τότε, να συμμετέχω σε ένα κύκλο παραστάσεων που περιλάμβανε θεατρικό παιχνίδι και κλόουν, ζογκλέρ και ένα μικρό μονόπρακτο από έναν άξιο νεαρό Καραγκιοζοπαίχτη.
Μ’ έχω στο νου μου εκεί, στο αφανές πλαινό μέρος της σκηνής, δίπλα σε κείνον, να τον βλέπω να χειρίζεται τις φιγούρες και να ερμηνεύει κείμενα κι αυτοσχέδιες ατάκες από τους ήρωες που τόσο αγαπούσα. Θεατής παραστάσεων σκιών και πάλι, αλλά από λανθασμένη πλευρά κι όχι απ’ αυτή ενός τυπικού θεατή, αλλά ενός επαγγελματία που ξεκουράζεται από μια εμφάνισή του κι ανασυνθέτει δυνάμεις για να εμφανιστεί ξανά σε λίγο.
Τότε συνειδητοποίησα, ότι κάποια πράγματα στη ζωή μας εξελίσσονται όμορφα κι όσο επιθυμούμε και παλεύουμε για κάτι, τόσα περισσότερα καταφέρνουμε। Αλλά υπάρχουν κι άλλα, που πολεμάμε να μας συμβούν και δε στέκεται εφικτό. Κι αυτό, αν δεν είναι τυχαίο, μπορεί να πιστέψουμε μεγαλώνοντας, ότι είναι μοιραίο.
__________________
• είναι το κείμενο της περσινής δικής μου συμμετοχής
στο βιβλίο «Ένα προσωπικό θέατρο σκιών» [ο γενικός τίτλος δόθηκε μ' αφορμή μια φράση απ' το παραπάνω διήγημα] που κυκλοφόρησε από το Black Duck multiplarte το Νοέμβριο του 2010.
www.blackduck.gr
Δεν έμεινε όμως καθόλου εκεί. Μολονότι μακριά από κάθε είδους ευκαιρία αληθινής εμπειρίας παράστασης, βρέθηκα μπροστά σε μια επώνυμη εταιρία μπισκότων, που εκείνη την εποχή χάριζε μέσα από τα μεγάλα χαρτονένια κουτιά των συσκευασιών της, όλη τη βασική οικογένεια των προσώπων.
Τότε θυμάμαι να χρησιμοποίησα για πρώτη μου φορά συνειδητά, ψαλίδι. Στο σπίτι, αλλά περισσότερο στο δωμάτιο μου άρχισαν να συνυπάρχουν τα αγαπημένα ζωγραφιστά μου πρόσωπα, καινούργιες ιστορίες και σενάρια ξεπήδησαν από τους τοίχους, η φωνή μου πάλευε να μοιάσει με κείνην του κύριου Ευγένιου, που συνέχιζα ν’ ακούω μέσα από τις εκπομπές του.
Θα ‘χε περάσει αρκετός καιρός, ίσως και περισσότερος από ένας χρόνος, όταν μπήκε στο παιχνίδι κι ένας δίσκος βινυλίου, με τέσσερα μικρά μονόπρακτα, που επαναλαμβάνονταν καθημερινά με τέτοιο τρόπο που, μ’ έφεραν σε απροσδόκητη αντιπαράθεση με το μεγαλύτερό μου αδερφό, που τη συγκεκριμένη εποχή «μεγάλωνε» φοιτώντας στη δεύτερη τάξη του γυμνασίου. Δύσκολη θα πρέπει να ‘τανε για κείνον η συμβίωση μ’ ένα τόσο μικρότερο παιδί στην οικογένεια. Ένα παιδί, που ‘χε προλάβει να ονειρευτεί ότι θα ‘θελε να γίνει στη ζωή του Καραγκιοζοπαίχτης.
Ο δίσκος έγινε μικρά τρίγωνα θρύψαλα και γω επιφανής εχθρός με κείνον, που τον έσπασε στα γόνατά του, σε στιγμή ανεξέλεγκτου εφηβικού εκνευρισμού. Τότε προσδιόρισα ότι στις οικογένειες, δε συμβιώνουνε μονάχα οι αγαθότερες προθέσεις, αλλά κι άλλα συναισθήματα λιγότερο αθώα, όπως η αντιπαλότητα ανάμεσα στ’ αδέρφια ή τα όρια της καλής συμπεριφοράς των άλλων. Απογοήτευση μικρή ένιωσα, όταν προσπάθησα ν’ αντικαταστήσω το δίσκο και δε βρέθηκε άλλος σε κυκλοφορία, χαμογελώντας όμως στα σαράντα μου, μπορώ να υποθέσω ότι οι γονείς μου φρόντισαν έξυπνα να μη βρεθεί, αποφεύγοντας έτσι περαιτέρω παιδικούς καβγάδες ή ανεξέλεγκτη διάθεση χρήσης του πικ απ για τέτοιο σκοπό. Οι φιγούρες του Καραγκιόζη, αποσύρθηκαν με τον καιρό διακριτικά από την επιφάνεια, στο φόβο της περαιτέρω επέκτασης των επεισοδίων και γω ένιωσα την έννοια του ανικανοποίητου για δεύτερή φορά στη ζωή μου.
Το προσωπικό μου θέατρο σκιών ανέβηκε στο πατάρι, αλλά θα είχε το δικό του μέλλον. Το μεθεπόμενο καλοκαίρι, με θυμάμαι στην Πιερία, στ’ όμορφο δωματιάκι των ψαράδων που ‘χε φάτσα του τη θάλασσα του Θερμαϊκού και γέμιζε ένοικους μόνο τους θερινούς μήνες, το χειμώνα κατοικούσαν μόνα τους δίχτυα, παραγάδια, πανέρια και μεγάλοι φανοί νυκτός. Στην τσιμεντένια αυλίτσα του, προσπαθούσαμε τ’ απογεύματα να στήσουμε παραστάσεις. Μάταια παρακαλέσαμε για σεντόνι, δεν υπήρχε διαθέσιμο, οι μανάδες μας δεν έδειχναν καθόλου διαθέσιμες να συνεργαστούν. Ένα μπλε σκούρο στρώμα θαλάσσης γυρισμένο στο πλάι και πάνω σε καρέκλες, οριοθέτησε τη θεατρική υπόσταση του δρώμενου. Κι έτσι απρόσεχτα όπως χρησιμοποιούσαμε τις καρφίτσες για τη σύνδεση των μελών στις φιγούρες, το πως δε ξυλοφορτωθήκαμε ανάλογα είναι απορίας άξιο. Στο δίκαιο φόβο της μάνας, ότι θα τρυπήσουμε το στρώμα και θα ‘χουμε «άλλα» έλεγε κι έδειχνε τον αδερφό μου με το βλέμμα της, απαντήσαμε με μια σειρά από θεατρικές βραδιές, δε ξέρω πόσο ενδιαφέρουσες προέκυψαν μ’ ένα τσούρμο ηλιοκαμένα πιτσιρίκια, που προσπαθούσαν να «ερμηνεύσουν» σκυμμένα άβολα, εμείς πάντως, μια χαρά περάσαμε. Ήταν όμως παιχνίδι, το ‘βλεπα, το διέκρινα γιατί ήμουν σταθερότερος θαυμαστής του κυρ Ευγένιου, που συνέχιζε τις παραστάσεις του ακόμα και κει, στην ίδια τσιμεντένια αυλή με τους ήχους των κυμάτων στ’ αυτιά μας. Θα ‘θελα να μπορούσα να του ‘χω στείλει εκείνη την εικόνα: μια όμορφη παραλία μερικά μέτρα πλάι μας, μια χούφτα παιδιά άτακτα, κόσμος περαστικός στη βόλτα του κι εμείς αφοσιωμένα στην μικρή φορητή τηλεόραση, που ‘τανε καθισμένη όπως εμείς. Σε μια τυπική ψάθινη ελληνική καρέκλα. Άλλος ήταν ο Καραγκιόζης που ‘θελα κοντά μου, ο δικός του μονάχα. Αυτός που εκείνη την εποχή, είχε ανεβάσει στο μπερντέ του την ίδια την Οδύσσεια με σκαλιστές φιγούρες κι ήμασταν ευτυχισμένοι οι μικροί, ανεξάρτητα απ’ το αν γνωρίζαμε το έπος του Ομήρου ή τον ίδιο. Αίσθηση ανικανοποίητου ξανά.
Μετά τα χρόνια πέταξαν βιαστικά σαν αποδημητικά πουλάκια κι η μεγάλη μου αγάπη ξεχάστηκε, καθώς μεγάλωνα και προχωρούσε η διαδικασία του σχολείου, των βιβλίων και των μαθημάτων, της παιδικής λογοτεχνίας που προέκυψε λαθραία σα βραδινό ανάγνωσμα, αφού είχα την τύχη να γεννηθώ κοντά στα μέρη που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μενέλαος Λουντέμης. Και κει, στις ονομαστικές γιορτές, ήταν παράδοση να τον χαρίζουν στα παιδιά νωρίς οι μεγαλύτεροι, χωρίς να ‘χουν υπόψιν τους τις περισσότερες φορές, τον ενδεχόμενο αντίκτυπο του ενήλικου περιεχόμενου των βιβλίων του, που ξέφευγε κατά πολύ απ’ το παιδί που μέτραγε τ’ άστρα κι ονειρευόταν. Όνειρα και ήρωες για μένα και κει, χωρίς φανερή ενεργή συμμετοχή ή έτσι φαινότανε τουλάχιστον, οι συγγραφικές διαθέσεις μου προέκυψαν μετά.
Πριν λίγα σχετικά χρόνια, πάντα σε σχέση με την ηλικία των πέντε, αλλά ενήλικος πια συνέβη να ξανασυναντηθώ με το θέατρο σκιών, αλλά όχι με τον κύριο Ευγένιο. Ήμουνα πια φοιτητής στη δραματική σχολή κι είχα ξεκινήσει να βιοπορίζομαι από μια σειρά παραθεατρικές δραστηριότητες. Βρέθηκα τότε, να συμμετέχω σε ένα κύκλο παραστάσεων που περιλάμβανε θεατρικό παιχνίδι και κλόουν, ζογκλέρ και ένα μικρό μονόπρακτο από έναν άξιο νεαρό Καραγκιοζοπαίχτη.
Μ’ έχω στο νου μου εκεί, στο αφανές πλαινό μέρος της σκηνής, δίπλα σε κείνον, να τον βλέπω να χειρίζεται τις φιγούρες και να ερμηνεύει κείμενα κι αυτοσχέδιες ατάκες από τους ήρωες που τόσο αγαπούσα. Θεατής παραστάσεων σκιών και πάλι, αλλά από λανθασμένη πλευρά κι όχι απ’ αυτή ενός τυπικού θεατή, αλλά ενός επαγγελματία που ξεκουράζεται από μια εμφάνισή του κι ανασυνθέτει δυνάμεις για να εμφανιστεί ξανά σε λίγο.
Τότε συνειδητοποίησα, ότι κάποια πράγματα στη ζωή μας εξελίσσονται όμορφα κι όσο επιθυμούμε και παλεύουμε για κάτι, τόσα περισσότερα καταφέρνουμε। Αλλά υπάρχουν κι άλλα, που πολεμάμε να μας συμβούν και δε στέκεται εφικτό. Κι αυτό, αν δεν είναι τυχαίο, μπορεί να πιστέψουμε μεγαλώνοντας, ότι είναι μοιραίο.
__________________
• είναι το κείμενο της περσινής δικής μου συμμετοχής
στο βιβλίο «Ένα προσωπικό θέατρο σκιών» [ο γενικός τίτλος δόθηκε μ' αφορμή μια φράση απ' το παραπάνω διήγημα] που κυκλοφόρησε από το Black Duck multiplarte το Νοέμβριο του 2010.
www.blackduck.gr