Είναι ώρες και στιγμές, που κυκλοφορώ σ’ αυτό που αποκαλούμε στην Αθήνα «δημόσια συγκοινωνία», οχήματα τρόλεϊ ή Μετρό, στα οποία στριμώχνεται το σύνολο των συναισθημάτων μας ως έθνος. Ν’ απαριθμήσω; Μπα… Ας επιστρέψω σ’ αυτό που έλεγα: Σκέφτομαι που λέτε, πολλά, το κυριότερο ήρθε ένα πρωινό, που υπερήλικη συν καρότσι με σαστισμένο βρέφος –πιθανολογώ εγγόνι- τσαλαπάτησε το μισό λεωφορείο, πριν βρει την πόρτα της καθόδου, αφού πρώτα κρέμασε απαράμιλλα καντήλια ακατανόμαστα να κρέμονται απ’ την οροφή και τα ρυπαρά χερούλια του τροχοφόρου, βάζοντας εντός μου, συντριπτικά διλήμματα για το ενδεχόμενο της εθνικής μας επιβίωσης και κυρίως τον τρόπο.
Τότε πρωτοσκέφτηκα, ότι σ’ αυτήν την –ανά τετραετίας στρογγγυλοτετράγωνη κι αυτοανακαινιζόμενη πλατεία της Ομόνοιας –που μονάχα θάλασσα δε της φέραμε ακόμα, για να ‘ρθει και να δείξει οριστικά- θα ‘πρεπε ο τρέχων δήμαρχος να ανεγείρει το Μέγα των Ελλήνων Ψυχιατρικόν Ίδρυμα.
Να ‘χουμε όλοι πλήθος από μπιλιέτακια του στην τσέπη του πουκαμίσου μας –αυτήν της καρδιάς- να τα δίνουμε σε κόσμο, όχι πως θα περίσσευαν εκεί, για περισσότερα από μερικά λεπτά. Να πηγαίνουν ουρές οι Έλληνες, να ευ-θεραπεύονται, να συνταγογραφούνται, να επιστρέφουν στα καθ’ ημάς με λιγότερα φανερά συμπτώματα.
Γιατί στη λιακάδα της κρίσης, των μέτρων και των καίριων αλλαγών, που δεν προλαβαίνουμε να δούμε από πού μας έρχονται κατακέφαλα, τρία είναι τα μεγάλα κόμματα, που θα συγκυβερνούσαν παντοδύναμα τα επόμενα όσα χρόνια:
α. «Δεν είμαι καλά, γιατρέ μου».
Είναι όσοι περιδιαβαίνουν ανάμεσά μας την πόλη, αμίλητοι, θαρρείς δε σκέφτονται το παραμικρό. Σκυφτοί ώμοι, έκφραση ματιών «λαλάουα», αδυνατείς να αλλάξεις μαζί τους, έστω και μια «καλημέρα» ομαλή.¬¬ Ρωτάς αυτό που σε απασχολεί, π.χ. αν παίρνοντας το Μετρό που πάει Άγιο Δημήτριο θα βρεθείς έξω απ’ το σπίτι της ξαδέρφης σου της Νίτσας στα Σεπόλια και σε κοιτούν με βλέμμα του απόλυτου χάους. Ξεχνάς αυτοστιγμεί την ξαδέρφη σου, την ανεργία στην οποία έχει περιέλθει –όχι και πολύ- προσφάτως η ίδια, ο άντρας της, αλλά και συ, για να μη ξεχνιόμαστε.
β. «Κόμμα των αγρίων».
Θα μπορούσε αλλιώς ν’ αποκαλείται και «Κόμμα Φοβισμένων Ελλήνων», αν η κοινωνική του δράση δε καβαλίκευε με τρόπο αχαλίνωτο το φράγμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Σπρώχνουν με την πρώτη ευκαιρία, λοιδορούν, ανταγωνίζονται σ’ επίπεδο άξιο θαυμασμού τη δική σου ανέχεια με τη δική τους, επιμένουν να δηλώσουν τ’ ονοματεπώνυμό τους στη λίστα των επιζώντων, στερούνται χαρακτηριστικών χιούμορ, χρωστάνε το τζιπ, τη βλεφαροπλαστική ή τη μισή μπουτίκ τους, ακόμα κι αν την έστησαν μ’ οφίσιαλ επιχορήγηση απ’ το Πολιτισμού, απειλούν να σου αρπάξουν παντοιοτρόπως το τελευταίο σου 50ευρο από την τσέπη, στο μέλλον θα τα βλέπεις μονάχα ζωγραφιστά, αλλά τι τους νοιάζει;
Για το τέλος κράτησα το καλύτερο:
γ. Κίνημα των συμπαθούντων
Είναι κι είμαστε όσοι εξακολουθούμε να χτυπάμε το κουδούνι της γειτόνισσάς μας για ένα λεμόνι, κάποιο αυγό περίσσιο ή ένα σκόρπιο κλάμα, τη στιγμή που μας εγκαταλείπει οριστικά το υπάρχον γκομενικό και γέρνουμε ανεπιστρεπτί σε γκρι τόνους –έστω και πρόσκαιρης- απελπισίας.
Αλίμονο, η προσθαφερούμενοι από δω κι από κει (κάτι σαν τι μικρότερη αριστερά μας και τα λοιπά μέλη της οικογενείας της), οφείλουμε να δείξουμε εγκαρτέρηση, κέφι, αλλά και πίστη στους ακόλουθους πέντε βασικούς κανόνες:
1. Σταματάμε να ουρλιάζουμε ακατάσχετα, ειδικότερα σε ώρες που άπτονται της κοινής ησυχίας. Τασάκια, ποτήρια, γλάστρες ας συνεχίσουν να πέφτουν, αλλά όχι από ύψος περαιτέρω των δυο ορόφων.
2. Δεν ανταποδίδουμε δαγκωματιές στον επαγγελματικό μας χώρο, σπρωξιές στο δρόμο, ταπεινώσεις από «αγαπησιάρηδες» συγγενείς, γενικού χαρακτήρα κατινιές, δεν εκδικούμαστε με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς τους πρώην εργοδότες μας, αφενός δεν έχει νόημα, αφετέρου τα άσματα περί στενής, ανήκουνε στο μεσοπόλεμο.
3. Πετάμε το πεθερικό ξημερώματα στην ανακύκλωση –μπλε κάδοι- απουσία ικανών μαρτύρων και χωρίς την παραμικρή τύψη, πολλώ δε μάλλον, αν έκτος από την κλάσικαλ γκρίνια του τύπου «δεν πληρώνεις, δε παράγεις, δεν είσαι άξια/ος εσύ για τον/την Λευτέρη/Λούκια» έχει προστεθεί και μπόνους τρακ, το «πού θα γυρνοβολάτε καλοκαιριάτικα άνεργοι άνθρωποι σε ξένα μέρη».
4. Μετατρέπετε την πληρωμή τακτικών λογαριασμών σας σε shoping και γενικότερα ξοδέματα. Πληρώσετε-δεν πληρώσετε και πάλι χρεωμένοι θ’ απομείνετε, οπότε: μπλουζάκια, πολυτελή οικιακά είδη, τηλεοράσεις 65 ιντσών και κινητά με δυνατότητα να συνδέεστε με το υπερπέραν, δε θα αποπερατώσουν την πλήρη ανθρώπινή σας οντότητα, αλλά θα σας τη θυμίσουν μια χαρά, έστω κι αχνά ή παροδικά!.
5. Δεν αποχαιρετάτε για πάντα το μπρίο στην ικανότητα να επικοινωνείτε με τους φίλους σας, τους υπαρκτούς, αλλά και τους εν δυνάμει. Μιλάτε, βγαίνετε, φλερτάρετε, λειτουργήστε. Οι τέσσερις τοίχοι, δε συμβούλεψαν ποτέ ορθώς κανέναν μας.
Αχ λέμε, μήνα το μήνα προχωράμε παρακάτω τ’ όνειρο της ευζωίας μας, ωστόσο δεν υποχωρούμε: το καλοκαίρι είναι μπροστά κι όλα τα Πεδία για μας –σταθερά- ανοιχτά.
Φιλιά ακριβά, την άλλη βδομάδα πάλι, εδώ.