«Στα μάτια σου * γίνομαι ένας μικρός κόκκος σκόνης * Κι αν με φυσήξεις * θα χαθώ στο ατέρμονο άπειρο * να μη με ξαναβρείς μπροστά σου * Να μην υπάρξω ξανά ποτέ μου».
Λόγια του Γιάννη Φιλιππίδη, από την καινούργια του συγγραφική έκπληξη, «ζωή με λες», που κυκλοφόρησε από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, τον Δεκέμβριο του 2011.
Οι λέξεις του δένουν αρμονικά με το φωτογραφικό υλικό της Ρενέ Ρεβάχ, υποβάλλοντας τον αναγνώστη σε μια προσεχτική παρατήρηση τόσο της εικόνας όσο και των λέξεων του δημιουργού.
Είναι που αναζητά μια νέα φόρμα, για να εξορύξει την έμπνευση και να τοποθετήσει τον πνευματικό πόνο του, με την σεμνότητα και το ήθος που τον διακρίνει. Έτσι οι φθόγγοι, τα γράμματα οδηγούν τα νοήματα στο χαρτί και γίνονται ύλη που σχηματοποιείται σε εικόνα, σε δράση με το μελάνι να κυλλά ανάμεσα, ταυτοποιώντας το ύφος του καλλιτέχνη.
Ο «μικρός κόκκος σκόνης», γίνεται ήλιος, σύννεφο, τραγούδι, ουρανός, που επικάθεται στο γραφείο της νοσταλγίας, στα πλήκτρα, που πληκτρολογούν ψιθύρους και αναστεναγμούς, χαρές και φόβους. Κι όσο η σκόνη σκορπίζεται τόσο τα γέλια, οι αναμονές φτεροκοπούν την ενέργεια, στους ανθεκτικούς ορίζοντες της περιπλάνησης. Ηλιόλουστα πρωινά και ήσυχα μεσημέρια βουρκώνουν την αγωνία, για όσα αργούν να ’ρθουν, σε άγονες ευθείες που καλλιεργήσανε άλλοι.
Το βιβλίο «ζωή με λες», είναι μικρές ιστορίες Ζωής, που ξετυλίγουν την γλύκα των όμορφων σκέψεων στο σκοτάδι. Συναντιούνται κάτω από ήχους βροχής κι αλλάζουν ζωές. Πίνουν αχνιστό καφέ, ξοδεύοντας βήματα σε γόνιμους προορισμούς. Οι αποσκευές γεμίζουν σκόρπια λάθη, που όμως μπορούν ξανά να ενώσουν ζωές. Κι όσα τραγούδια απέμειναν, παίρνουν φωτιά, για να φέγγουν στόματα, που θα τραγουδήσουν στην άκρη ενός στοργικού ουρανού.
«Μακρινές γραμμές
Μες στους καθρέφτες, θα μετρήσουμε απ’ την αρχή τις θεωρίες που καταδικάσαμε σ’ αιώνια σκόνη κι όσα απογεύματα από Κυριακές ευχήθηκες, να ’χε ρουφήξει η ροή του χρόνου, πριν τις τρέξουν οι ωροδείκτες. Σε παραλίμνη πλημμυρισμένη από φύλλα κόκκινα θα περπατήσουμε, ώσπου να θυμηθείς ξανά, παλιά ρεφρέν από τραγούδια, που σου ’φερναν στιγμιαία αναφιλητά στα γυμνασιακά μας χρόνια.
Πίσω θα πάμε, μέχρι την πρώτη αγκαλιά που εμπιστεύθηκες την εποχή, που ανυπόμονοι μπορούσαμε και βλέπαμε τις μακρινές γραμμές απ’ τα παράθυρα του έξω κόσμου.»
Στυλιανή τ’ όνομά της. Κάπου-κάπου την βλέπουν οι ψαράδες να ξεπλένει την μορφή της η υγρασία και το πούσι. Είναι η νεράιδα του παραμυθιού, του μύθου, της ιστορίας που έγινε θρύλος. Κλαίνε τα μάτια κάθε που φυσά ο άνεμος στο πέλαγος της μοναξιάς. Πίκρες που μας θέλησαν και τις θελήσαμε, γίνανε αιχμάλωτη συντροφιά στο απέραντο. Απροσκύνητο άγαλμα με αχτένιστες μπούκλες στην κόχη των βράχων.
Ο Γιάννης Φιλιππίδης κατάφερε σε τούτο το βιβλίο, να συγκεντρώσει συλλεκτικά αναγνώσματα, από το απόσταγμα της ψυχής του. Σε αληθινούς καθρέφτες αντανακλούν οι φόβοι για την φιλία, τον έρωτα, τα συναισθήματα. Μας πηγαίνει στις μακρινές γραμμές, στα περιθώρια των αγγιγμάτων, πίσω από ψηλά κτίρια, σε δρόμους που φαρδαίνουν την απόγνωση. Παίρνει την θλίψη από τα μάτια η αισιοδοξία για το αύριο. Γιατί οι φυγές έχουν το χρώμα της πόλης. Παρατείνεται η προσμονή στη γλύκα του ανέφικτου. Κι όσο αυτό μοιάζει μαγικό έχει τη δυσκολία, αλλά πάντα κάπου καλά κρυμμένο στις φυλλωσιές των δέντρων, ο άνεμος ψιθυρίζει χάδια στο εφικτό. Από την αδράνεια της Κυριακής, στη δράση μιας βδομάδας κοπιαστικής, ανώνυμων και αθέατων υποσχέσεων, φιλτράρουν την επιθυμία του προσδόκιμου. Δεν είναι εύκολο να ενταχθεί σε κείνο που θρέφει και θρέφεται από την έλλειψη, μπορεί όμως εύκολα ν’ ανταλλάξει δροσερές καλημέρες στη λιακάδα μ’ ένα χαμόγελο.
Στο ποτάμι του χρόνου, το «ζωή με λες» του Γιάννη Φιλιππίδη κυλάει τους διαλόγους. Τα πρόσωπα είναι ο ποταμός που στα νερά του κρίνεται η επιείκεια, όταν η σάρκα φοβάται. Αλλάζουν οι άνθρωποι και μαζί μ’ αυτούς κι ανάγκη κι η συνήθεια. Κι όσο πιο πολύ αλλάζουν τόσο μαζεύουν τα μαλάματα της αλλαγής που φέρνει ο χρόνος. Ρευστά κρύσταλλα που ανταλλάσσονται σε μια αγκαλιά.
«Ζωή με λες και θα ’θελα, να μ’ αγκαλιάζεις πιο συχνά, να δραπετεύουμε από την ασκήμια, από ανησυχίες που φωνάζει η μέρα και τις μασκαρεύει το σκοτάδι, που απλώνεται ταυτόχρονα με το νυχτερινό βουητό, που φέρνουν πρόθυμα οι ανεξέλεγκτες στροφές στο πληγωμένο σου συναίσθημα.»
Μέσα στους παγωμένους καθρέφτες τα είδωλα χαμογελούν. Ο συγγραφέας αγκαλιάζει αγαπημένα πρόσωπα που οικοδομούν νοσταλγία. Με υλικά λέξεων προσδιορίζει απουσίες, παρουσίες μέρες και νύχτες, αυγές και μεσημέρια, απόβραδα και βράδια σκοτεινά. Στο φως, λαχτάρες κρυφές κι ανταμώματα. Στιγμές αλήθειας και ψέματα πυρπολημένα φωτίζονται. Μεταναστεύουν, σιωπούν, συγχωρούν, ταξιδεύουν, αμνηστεύοντας μνήμες.
Πρώτη δημοσίευση: