Χαλαρές ματιές σε φόντο απλανές, το καλοκαίρι. Και κυλάει –θαρρείς ατελείωτο, αλλά δεν είναι- αργοσέρνεται ιδρωμένο, ψιθυρίζοντας υποσχέσεις για καλύτερες στιγμές και χαλαρότερο σάουντρακ στην καθημερινή μας ένταση. Τσιμέντα ξαναμμένα κι ανοιχτά παράθυρα. Κάτω στον δρόμο πια, ανάσα δεν ακούγεται τα μεσημέρια. Τα κοτσύφια μπάφιασαν να τραγουδάν απ’ τα χαράματα, μεγάλωσαν και τα μωρά τους, τέλειωσε η πρώτη τους χαρά της γέννησης κι αρχίζει η περίοδος εκπαίδευσης. Οι περισσότεροι εξαφανιζόμαστε κάτω από πλαστικές περσίδες που μουρμουρίζουνε δροσιά. Μόνο σαν πέσει ο ήλιος ξεμυτίζουμε διστακτικά σε βεράντες και υπαίθριες καρέκλες, παρκάρουμε άνετα όπου θυμόμαστε. Ο φούρνος της Αντωνίας θα κλείσει ως της 20 του μήνα. Η ψιλικατζού της γειτονιάς μου υπόσχεται σ’ ό,τι φυλάει στο στρώμα της, να τ’ αγοράσει φέτος, εκείνο το κινέζικο το κλιματιστικό, που ‘χει τάξει στον εαυτό της από τον Απρίλη του ’99, από τα σαράντα δηλαδή, του αντρός της. Κατεβαίνουν ένα-ένα τα στόρια στα μαγαζιά της περιοχής. Σπάγανε που σπάγανε ταμεία, ξεψύχησε κι ο Ιούλης κι απόκαμαν, είναι βλέπεις κι εκείνα τα δυο στρέμματα στην Ανδραβίδα, που θέλουνε φρέζα και πότισμα, άλλοι πάλι θα βολευτούν σε κείνη την περιώνυμη ξαδέρφη απ’ τη Βραυρώνα. Κάποιοι βέβαια θα περάσουν πάρα πολύ καλά, είναι αυτοί που μπορούν ακόμα να το πληρώσουν. Οι υπόλοιποι, μπερδεύουμε τα κουρασμένα και ψιλοαλαφιασμένα μας βήματα δεξιά- αριστερά, πότε για υποχρεώσεις και πότε αναζητώντας ψυχαγωγία στα χαλαρά κι όμορφα σημεία της πόλης. Επίσης, μετράμε τις μέρες ανάποδα στην περίπτωση που φεύγουμε. Στην περίπτωση που μένουμε, υποσχόμαστε εικοσιτετράωρη σταθερή σχέση με το κλιματιστικό μας… σώμα κι επίσης, καταριόμαστε –προς αναδιατύπωση της παλιάς πατροπαράδοτης προσευχής- και κατεβάζουμε καντήλια, μνημονεύοντας τακτικά την δημοσιοοικονομικοπολιτική εθνική μας κρίση, που μας κατεδάφισε οικονομικά, την εποχή που το σύμπαν συνωμοτούσε για να γίνουμε σταρ, σ’ επαγγελματικό επίπεδο αν με ρωτάτε. Επίσης, κι επειδή μας άφησε ρέστους, χωρίς διακοπές. Σ’ αυτή την περίπτωση, ξεφαντώστε στα Λαγονήσια, στις Ανατολικές Αττικές, στα Καβούρια και στ’ Αλεποχώρια, ακούγοντας ραδιόφωνα χτισμένα με play lists, αφού όλοι πάνε κατά τα φαινόμενα διακοπές φέτο, παρ’ έκτος από μας. Οι υπόλοιποι υπέρ-τυχεροί, μετράμε σα παλιοφανταράκια, τις ημέρες μια προς μια κι ανάποδα, πέντε και το πρωινό καράβι, τρεις, τρεις συν το μεσημεράκι, που προ-αποφασίζουμε ότι θα σκεβρώσει η πλάτη μας ώσπου να ξανασηκωθούμε από το γιωταχί, τέτοια είναι η λαχτάρα μας για διαφυγή. Προσδοκώντας στιγμές ανάπαυλας, τηλεφωνικές συσκευές που χτυπούν απεγνωσμένα μπροστά σε σκηνικό ομπρέλας και θάλασσας. Χαρτογραφώντας περιηγήσεις σε κοντινούς με τον αρχικό, προορισμούς. Την ίδια στιγμή, που μετράμε τα τρέχοντα ευρά στο πορτοφόλι μας και θυμόμαστε εκείνη την πιστωτική, που ‘χουμε αφήσει ξέμπαρκη -όσο και χρήσιμη- κι αχρέωτη από το καλοκαίρι του ’08 και τώρα λέμε, «νισάφι κι εννοείται». Καλοκαιρινά ενσταντανέ
Οι αναχωρητές ακούν μελαγχολικά έντεχνα τραγούδια ή ρυθμικές ποπ σαχλαμάρες κι ό,τι άλλο έχει τραγουδηθεί με τον κωδικό «καλοκαίρι» ή «διακοπές». Οι παραμένοντες, ακούνε πάλι ό,τι τους απομακρύνει απ’ το μπαλκόνι ή τους κάνει ικανούς να συνεχίσουν να ονειρεύονται εναλλακτικές, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν μια χαρά. Μια διπλή από «Κορίτσια στον ήλιο» κι «Επιχείρηση Απόλλων» όλοι την έχουμε ανάγκη. Κούκλα η ζωή το καλοκαίρι. Κέφι και ειρήνη
μέσα σου να ’χεις μονάχα, για να μπορείς να το δεις. Και θ’ άξιζε.
https://www.facebook.com/pages/Γιάννης-Φιλιππίδης/106119902779487