mylady.gr • Μη σταματήσεις ποτέ σου να ονειρεύεσαι


Ας το πάρουμε ελαφρώς ιστορικά το θέμα: από τέλη του ’07 και τρέχοντος του 2008, είχαμε ελαφρώς αρχίσει να την ψυλλιαζόμαστε. Είχανε τελειώσει κι οι φιέστες κι οι μέγκα-σταρ Ολυμπίκ Αγώνες, μια μουρμούρα περί των οικονομικών, την είχαμε να υφέρπει, ειρήσθω εν παρόδω.

Ωστόσο άπαντες –μα άπαντες- λέγαμε ότι ΕΜΑΣ δε μας αφορά. Τσούλησε γλυκά με το χοντρούλη Κωστάκη, που ξαφνικά τον ζέσταινε τα μάλα η πασμίνα της εξουσίας, ημείς δε, πήραμε ν’ αντιλαμβανόμαστε ότι το πολύ το κυβερνιλίκι –όπως και το πολύ το πλέι στέισον- το βαριέται κι ο Καραμανλής.

Γίνανε και οι εκλογές –καμάρωσα και γω μια παλιά μου συμμαθήτρια υπουργό, αλλά σιγά μη σας πω κιόλας ποια- μαζώξαμε τα σκουπιδοαφισομάνια, στείλαμε στον πολτό τα περισσευούμενα ψηφοδέλτια κι όλο το ανώφελο προμοτάλε υλικό. Κι εκεί που είπαμε «λεφτά υπάρχουν» αφού το διαβεβαιώνει κι ο ξένος –που λέει ο λόγος- άνθρωπος με χαμόγελο σε θέση «cheese», είπαμε να πάρουμε να ηρεμούμε μια στάλα, γιατί προεκλογικώς άλλα μουρμουριόντουσαν.

Τότε στη ροκ όπερα, εμφανίστηκαν επί σκηνής τα μαστίγια. Τόσα χρωστάμε ο ένας, όχι περισσότερα έλεγε ο άλλος, το ρίξαμε στο ζάπιγκ, μπας κι ακούσουμε κάτι πιο ειρηνικό και πρέπον, αλλά ουαί: τα ίδια και χειρότερα στα πάνελς, τα τρισχειρότερα στα δελτία ειδήσεων, έτσι κάπως άπαντες –ή τουλάχιστον όσοι διέθεταν pc- το ρίξαμε στα social media, τα σπορ, αλλ’ ακόμα και η έννοια shopping-therapy, δεν ήταν ξέδωμα για μας, αίφνης νιώθαμε με τις σακούλες στα χέρια περισσότερο άγχος στο τέλος της Ερμού, παρά στην από Συντάγματος μεριά εναρκτήρια διαδρομή μας.

Μετά, κάπου εκεί αρχές του ’10-  βγήκανε φανερά τα μαστίγια από τους πολυψήφιους λογιστικούς αριθμούς –τσούζαν είν’ η αλήθεια- τότε ήτανε που έγινε τοις πάσι γνωστή η φράου Άνγκελα, που εν καιρώ κατήντησε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα όσο και το κοινό μας νόμισμα σα τα αχαρακτήριστα μουτράκια της, αλλά εμείς επιμέναμε να αισιοδοξούμε, άνοιξη ερχόταν• κι οι Έλληνες/ίδες την άνοιξη παίρνουν τους δρόμους κι αρχίζουνε τις βόλτες, δε χαραμίζουνε τα νιάτα τους στους 4 τοίχους, εκτός κι αν συντρέχουν προσωπικοί σοβαροί λόγοι.

Ο καλός κυριούλης, που ‘χε δε ενδυθεί την πασμίνα του κυβερνήτη, μας διαβεβαίωνε ότι όλα θα πάνε καλά. Έψαξε μάλιστα καλόπιστα και πονόψυχα για γιατρούς: στο χρυσό οδηγό, γιατροί για οικονομικά περιστατικά δεν εφημέρευαν, έτσι κι εκείνος –σωτηρίως δρων- πήρε να γκουγκλάρει κατά εξωτερικό μεριά και βρήκε αμερικανιστί κάτι γιατρούς –επιτροπές, πλειάδα σου λέει ο άλλος- εξαιρετικούς κι είχαν διασώσει κόσμο και ντουνιά ως τα τούδε, οπότε παρακάλεσε-ξαναπαρακάλεσε κι ήρθαν κι από μας να διασώσουν.

Κι από τότε, μας διασώζουν ανά χρονικά διαστήματα επαρκώς, φέρνοντας μας τη δόση σα τις νοσοκόμες, που λίγο πριν σου χτυπήσουν την καίρια stendon, χτυπάνε  αντί καμπανάκιου ένα κουτάλι της σούπας στο πλησιέστερο κρεβάτι του πολυπληθούς θαλάμου, απαγγέλλοντας τη μια και μοναδική λέξη: «φάρμακα!», ούτως ειπείν, «ξύπνα να πάρεις τη δόση σου άρρωστε».

Απόψε που σου γράφω από τη βεράντα του «Ανέμου», ο ήλιος μόλις έχει γείρει πίσω από τις κεραίες της αστικής ζώνης. Κι αλλάζοντας μέτρα και σταθμά, θα στο γυρίσω στο σοβαρό, μπας και σου αφήσει κατιτίς το χρήσιμο η σημερινή/αποψινή μας συνομιλία. Να σου τονίσω θέλω ότι το δεν είμαστε καθόλου –μα καθόλου- καλά» του αρχικού τίτλου που έδωσα στο παρόν άρθρο, δε λέει κι ούτε θα μπορούσε να εκφράσει σε προσωπικό επίπεδο, τον καθένα από μας.

«Να μη ξεχνάς να εκτιμάς τη δράση• απ’ την απόγνωση» έλεγα στο 5ο μου βιβλίο [το «Ζωή με λες»] τον περσινό Δεκέμβρη, επιμένοντας στο μισογεμάτο ποτήρι, όχι στο μισοάδειο. Αλλά θα ‘χει κάτι παραπάνω από μήνα πια που, έχοντας αγωνιστεί προσωπικά επί παντός και σ’ ό,τι πέρναγε απ’ τα χέρια μου, νιώθω ευάλωτος όσο ποτέ. Ευάλωτος, αλλά σε καμιά περίπτωση νικημένος κι ούτε έχω την αίσθηση ότι αξίζω τέτοιο συναίσθημα. Κι ας χρειάστηκε ν’ αναζητήσω στα λογισμικά του «Ανέμου» την αντρέσσα μιας περιώνυμης όσο κι αρχαίας αναγνώστριάς μου, που φέρουσα την ιδιότητα –ενός από τους πιο επίσημους φορείς του δημοσίου- της ψυχιάτρου, με ανέχτηκε δυο ώρες απνευστί, να λέω και ν’ ακούει, να μιλάω και να ανταπαντά, ζεστούλη καιρό είχε ακόμα –όχι όπως τώρα που σου γράφω φορώντας την πρώτη φθινοπωρινή ζακετούλα κι ας είναι και κάζουαλ- που μέχρι και τον κλιματιστικό λησμονήσαμε ν’ ανάψουμε, καπνίζοντας και κουβεντιάζοντες αμφότεροι. Μια άπαξ φιλικού χαρακτήρα προς επανασυντονισμό στάθηκε για μένα απαραίτητη, όση κι η ειλικρίνεια να το ομολογώ δημόσια – έχουμε κάτι ταμπού (μα ΚΑΤΙ  ταμπού) ως περήφανοι Έλληνες, που προτιμάμε να πηδάμε απ’ τις ταράτσες, παρά να βάζουμε τα πράγματα σε μια σειρά, ξεκινώντας από τα ψυχικά μας.

Και μένα που με βλέπεις απόψε σ’ αυτή τη μελαγχολίζουσα φωτογραφία στον Αβλέμονα των Κυθήρων -ας είναι καλά η αγαπημένη μας Μαρούλα (Λεονάρδου) κι η φιλόξενη οικογένειά της- ομολογώ ότι αν μ’ αντίκριζες τώρα, θα ‘χα ακριβώς την ίδια –μα την ίδια, σου λέω- έκφραση: αυτήν ενός νέου –σχετικά λέμε- ανθρώπου, που δεν απολαμβάνει απέναντι σ’ όσα παλεύει ή κοπιάζει.

Αλλά στέκομαι στα πόδια μου, όρθιος. Γιατί η ζωή, δεν είναι μονάχα μαγκιά –όπως έλεγε και κείνο το παλιό σποτ- αλλά πρώτ’ απ’ όλα ταξίδι. Ένα γοητευτικό ταξίδι, χωρίς χάρτη, πυξίδα και προβλέψεις καιρού. Κι αν θες να κρατήσεις κάτι σήμερα από μένα, θυμήσου το βλέμμα μου: που ‘ναι φοβισμένο –γιατί όσα ονειρεύτηκα αλλάζουν υφή και φαντάζουν ρευστά- αλλά δε σταμάτησα στιγμή να ονειρεύομαι…

Φιλί ακριβό, ως την επόμενη φορά…

• Επισκεφτείτε τη Σελίδα του συγγραφέα Γιάννη Φιλιππίδη
κι επικοινωνήστε μαζί του, εδώ:

• Tα 5 προσωπικά βιβλία του,
 κυκλοφορούν από την «Άνεμος εκδοτική»