Συνέντευξη του Γιάννη Φιλιππίδη με αφορμή το 6ο του βιβλίο «Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης» στη Σταυρούλα Αλατσά για το Alter Vita


Ο Γιάννης Φιλιππίδης μας έχει συνηθίσει, θα έλεγε κανείς, στο να μην μπορούμε να αφήσουμε τα βιβλία του από τα χέρια μας μέχρι να φτάσουμε στην τελευταία σελίδα. Διαβάζοντας την Λούσιfair είχα συνεχώς την εντύπωση, ότι άκουγα τον ίδιο να μου την διηγείται. Είναι τόσο έντονη η παρουσία του στον λόγο του βιβλίου, που είναι σαν να μιλάς μαζί του. Ένα ακόμη υπέροχο βιβλίο λοιπόν, μια ακόμη αγαπημένη ηρωίδα που θα την κουβαλάς μέσα σου για πολλές μέρες αφού κλείσεις την τελευταία σελίδα.

"Ο σκοπός της Λούσιfair είναι να αναλάβει το ρόλο αντικαταθλιπτικού, τόσο για τους αναγνώστες όσο και για εμένα."  Το επιτύχατε αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι στόχος ήταν η απόλυτη σάτιρα όταν ξεκίναγε να γράφεται, στην πορεία επιφύλασσε πολλές εσωτερικές ανθρώπινες στιγμές των ηρώων του. Ωστόσο η Λούσιfair γράφτηκε όντως –με τρέχοντα χρόνο το απόλυτο σήμερα- για να λειτουργήσει θεραπευτικά υπέρ μου, αλλά και των αναγνωστών της. Τώρα που ακούω ήδη τις πρώτες εντυπώσεις, έβαλε κι αυτή ένα λιθαράκι φωτεινότερης αισιοδοξίας, μέσα στο παράλογο που μας περιβάλλει.

Η Λουκία βρέθηκε από καλοπαντρεμένη των Β.Π. να είναι εργαζόμενη νοικοκυρά. Ήταν κάτι που το ήθελε ή την ανάγκασε η τρέχουσα καθημερινότητα;
Είναι αναγκασμένη να το κάνει. Αλλά κατά τη γνώμη μου, θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς. Όταν μια γυναίκα ζει τη μισή της ζωή στην αστική ζώνη, είναι δύσκολο να μείνει φρόνιμη για πάντα στο ρόλο της τυπικής μαμάς βορείων προαστίων. Η ουσία είναι ότι αυτό την ξαναζωντανεύει, κουράζεται-σκίζεται, αλλά αυτό αποβαίνει σε καλό τόσο για το πορτοφόλι, όσο και τη σχέση ανάμεσα στα μέλη της μικρής της οικογένειας.

Πως κατάφερε τελικά η Λουκία και έφτιαξε ένα τόσο πετυχημένο μαγαζί σε τόσο δύσκολους καιρούς; Ήταν τύχη ή το έξυπνο επιχειρηματικό μυαλό της Λούσιfair;
Είναι ανάγκη της Λουκίας-Λούσιfair να μη μείνει κλεισμένη στο μπουκάλι της οικονομικής δυσπραγίας. Κι έχοντας ζήσει στο ρυθμό της αγοράς για πιο πολύ από δυο δεκαετίες, έχει τον τρόπο να σηκώνει μανίκια. Κι είναι αυτή η αντοχή στα δύσκολά μας, που θέλει να εμπνεύσει το ίδιο το βιβλίο.

Στο κλείσιμο του βιβλίου τονίζετε, ότι οι χάρτινοι ήρωες δεν έχουν τέλος. Υπάρχει περίπτωση να ξανασυναντήσουμε την Λουκία παρακάτω;
Στη Βασιλική από τη «Μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» το πρώτοκανα, μεταφέροντάς της σ’ ένα εντελώς άλλου ύφους βιβλίο, τον «Εραστή, τη μέλισσα κι ένα μικρούλι  “αχ”, μαζί με τη φίλη της, θέλοντας δειλά να κάνω ένα συγγραφικό παιχνίδι. Τότε συνειδητοποίησα το γεγονός, ότι ο χρόνος που ακολουθεί ένα βιβλίο, ζωντανεύει στις ψυχές των αναγνωστών σημαντικούς χάρτινους ήρωες κι η Βασιλική έγινε ο «από μηχανής θεός» από ταμπλό βιβάν, που ‘χε στ’ αλήθεια οριστεί από μένα. Από το «αχ» πάλι ξεπήδησε η απόλυτα ανθεκτική κι επίμονη Λουκία. Ο χρόνος θα δείξει σε μένα αν κάποιο πρόσωπο σα τη Λούσιfair, συντρέχουν λόγοι να το ξαναβγάλουμε στη σκηνή, τραβώντας το από τα παρασκήνια του νου και των χειρογράφων μου.

Είναι το δεύτερο βιβλίο σας που έχετε ως γνώμονα την Κυψέλη ( το πρώτο είναι το "Κρατάς μυστικό;"), Τι σας συνδέει με αυτή την περιοχή;
Ζω μια ολόκληρη ζωή στα Πατήσια και στην Κυψέλη, ένα ιδιαίτερο κομμάτι στην αστική ζώνη της Αθήνας. Η πλειοψηφία των ερεθισμάτων είναι αναπόφευκτη. Έτσι οι πρωταγωνίστριες ζουν στην καρδιά της πόλης κι ανασαίνουν τον καίριο σφυγμό της, άσχετα αν πολύ εύκολα παραπατούν στα παραμελημένα πεζοδρόμια ή κυκλοφορούν σε κακοφωτισμένες γειτονιές κάτι βράδια παράξενα.

Θελήσατε να αποτυπώσετε την Ελλάδα του σήμερα σε ένα κωμικό βιβλίο. Όμως κάθε άλλο, παρά κωμική δεν είναι η κατάσταση της. Προσπαθήσατε να ελαφρύνετε λίγο την ατμόσφαιρα με αυτό τον τρόπο;
Έτσι χαίρομαι να συμβαίνει στην πεζογραφία που γράφω ή αγαπάω σα Γιάννης: η πραγματική ζωή δε καθρεφτίζεται –ακόμα και παραμορφωτικά, όπως εδώ- απλά για να αποτυπωθεί. Ενυπάρχει για να υπερβαίνει τα δρώμενα, αποσκοπώντας στο ν’ ανασαίνουμε καλύτερα σαν αναγνώστες.

Μέσα στο βιβλίο υπάρχει η ανάλυση της πολιτικοοικονομικής επικαιρότητας. Εσείς παρακολουθείτε τα γεγονότα ή ασχοληθήκατε μόνο για τις ανάγκες του βιβλίου;
Παρακολουθώ την επικαιρότητα από παιδί, την εποχή που ακόμα ήταν μεγάλο το σχήμα και τις διάβαζε κανείς ευκολότερα στο πλησιέστερο χαλί, τα τελευταία χρόνια μαθαίνω τα πάντα μέσα από ενημερωμένες ραδιοφωνικές συχνότητες. Η επικαιρότητα εισβάλλει στη ζωή μας θέλουμε-δε θέλουμε συχνά. Έτσι αποφάσισα στη ροή της Λούσιfair, να παρεμβάλλονται στιγμές από τις τρέχουσα επικαιρότητα και μάλιστα όχι από μένα, αλλά από μια καταξιωμένη συγγραφέα και δημοσιογράφο, τη Μάρω Λεονάρδου, που επέλεξε κάποιες χαρακτηρίστηκες ειδήσεις, που μπλέκουν σχεδόν εικαστικά στην εξέλιξη των γεγονότων του κειμένου.

Η «βασίλισσα της Κυψέλης» σας «ανάγκασε» να εγκαταλείψετε ένα βιβλίο που γράφατε στη μέση. Ήταν τέτοια η ανάγκη της να ακουστεί; Να φανταστώ ότι θα είναι το επόμενο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει;
Η αλήθεια είναι ότι η Λούσιfair μπήκε στη ζωή μου κατακαλόκαιρο, άλλο μυθιστόρημα έγραφα εν κρυπτώ τα τελευταία δυο χρόνια. Αλλά η «βασίλισσα» του φετινού μας χειμώνα και του κακού μας του καιρού γενικότερα, ήρθε να βάλει τις φωνές και μετά το τρίτο μνημόνιο, είναι στ’ αλήθεια έξαλλη. Έτσι καλώς και βγήκε στην ώρα της στα βιβλιοπωλεία, το άλλο χειρόγραφο ας πάρει το χρόνο του να ωριμάσει όπως του αξίζει και περισσότερα αξίζει να μην πω.

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου βλέπουμε πως αντιμετωπίζουν την κρίση τρεις εντελώς διαφορετικές γυναίκες. Με πολύ δουλειά και μια δόση πονηριάς τολμώ να πω. Είναι όντως τελικά έτσι ο Έλληνας;
Το μεγάλο κομμάτι των Ελλήνων, που δε βολεύεται πίσω από θώκους, καρέκλες κι ιδιότητες, αλλ’ ασχολείται ενεργά με το βιοπορισμό του ναι, τα ‘χει όλα. Και πονηριά, και τσαχπινιά, και πλήθος εναλλακτικών προτάσεων, τουλάχιστον όταν ανακτά την ψυχραιμία του. Κι είναι ευκαιρία να καταδείξω τον τρόπο, που σκόπιμα αλλά και τόσο χοντροκομμένα, περιγράφεται αλλιώς. Στα χρωμοσώματά μας, έχει καταγραφεί μια ιστορία χιλιετιών. Ίσως ν’ ακούγεται λιγάκι σωβινιστικό, αλλά το ενστερνίζομαι πλήρως. Δεν ήμασταν οι πρώτοι, αλλά κατεβήκαμε νωρίτερα απ’ τα δέντρα  και λέξεις όπως ήρωας ή φιλότιμο, έχουν πρώτα απ’ όλα αναφορά σε μας. Όσοι μας επικρίνουν σα «τζάμπες» ή σα «τεμπέληδες» καλά θα κάνουν να ψαχτούν για τις σβάστικες της πρόσφατης ιστορίας.

Ρίχνοντας μια ματιά στα πρώτα σχόλια για την κυκλοφορία του βιβλίου, αντιλαμβάνεται κανείς, πως έχει κάνει αίσθηση τόσο το περιεχόμενο, όσο όμως και το εξώφυλλο! Ποιον να ευχαριστήσουμε για αυτή την τόσο ξεχωριστή ιδέα;
Ένας συγγραφέας κι ένας γραφίστας συνήθως εμπλέκονται σ’ ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Το ιδιαίτερο σχέδιο βιβλίου της Λούσιfair, έβαλε έναν δημιουργό σα τον συνεκδότη στον «Άνεμο» Νικόλα Τελλίδη, να στήσει ένα αισιόδοξο και σκαμπρόζικο τριανταφυλλένιο ρούχο.

Σε μια πρόσφατη συνέντευξη σας είπατε ότι θέλετε να γράψετε ένα βιβλίο μυστηρίου. Το έχετε ξεκινήσει; Δεν σας τρομάζει αυτή η αλλαγή;
Κάθε βιβλίο είναι για μένα κι ένα άλλο σχέδιο. Αυτό καταπολεμά την πλήξη στην επανάληψη, τόσο για το συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη. Δεν ονειρεύομαι σαφώς να γράψω την «Ομίχλη» του Στ. Κίνγκ. Αλλά σα λαός, κρύβουμε πολλές μυστηριώδεις δοξασίες, λαϊκές μυθιστορίες. Το να μπλέξεις τη σύγχρονη ζωή μ’ ένα ρολόι του χρόνου στ’ αλήθεια τρελαμένο, είναι μια πρόκληση, που ζυμώνεται ολοένα, χρόνια τώρα μέσα μου.

Από το πρώτο σας βιβλίο («Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου»), μέχρι την Λούσιfair, που είναι το έκτο, τι έχει αλλάξει; Πιστεύετε ότι είστε πιο ώριμος σαν συγγραφέας;
Μικρότερος έλεγα πως αν βάλεις έναν μέτριο ηθοποιό να παίζει από σεζόν σε σεζόν ασταμάτητα, θα ‘χες μεγάλες πιθανότητες να τον δεις να βελτιώνεται. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με κάθε τέχνη, έτσι και με τη συγγραφή, ούτε για μήνα δε μένεις ο ίδιος, το αντιλαμβάνεσαι μόνος, όταν ξαναδιαβάζεις παλιότερά σου γραπτά, έστω κι αν είναι τόσο σύντομα γραμμένα, πολλώ δε μάλλον όταν έχουν περάσει χρόνια. Το μεγάλο κέρδος όμως, είναι η ίδια η ανθρώπινη ωριμότητα, η οξύνοια που βελτιώνεται, η ψυχοδιερεύνηση που ασκεί ένας συγγραφέας μέσα του, αναπροσδιορίζοντας αξίες και στόχους, μαθαίνοντας να ζει καλύτερα, όχι μόνο ο ίδιος, αλλά κι ο αυριανός αναγνώστης κάποιου βιβλίου του.

Επισκεφτείτε την επίσημη Σελίδα και το blog του συγγραφέα Γιάννη Φιλιππίδη κι επικοινωνήστε μαζί του, εδώ:

Tα 6 προσωπικά βιβλία του, κυκλοφορούν από την «Άνεμος εκδοτική»