«Στιχομυθία για την άνοιξη»


«Κουράστηκα να βλέπω όλο αυτό το σκηνικό του χειμώνα, το πιστεύεις;»
«Αντιλαμβάνομαι μια χαρά. Αλλά μη τελματώνεις μονάχα, μπροστά σ’ αυτό που κοιτάζεις. Ο χρόνος φέρνει πάντα την επόμενη πράξη στο έργο».
«Τι θα δούμε παρακάτω, ξέρεις;»
«Και συ θα καταλάβεις, αν αφουγκραστείς το καρδιοχτύπι που ‘ρχεται από τα καμαρίνια».
«Ποιος καρδιοχτυπάει;»
«Είναι η άνοιξη, ντυμένη και πανέτοιμη, συντροφιά με τα τρία παλικαράκια της, τον Μάρτη, τον Απρίλη και το Μάη».
«Αιώνας θα μου φανεί, ως τη στιγμή που θα πεταχτούν στη σκηνή».
«Μα δε βλέπεις; Το γκρίζο σκηνικό αλλάζει μέρα τη μέρα, μορφή. Δυναμώνει όλο και περισσότερο  ο φωτισμός της λιακάδας. Ο άνεμος στο μουσικό χαλί της παράστασης, αλλάζει ήχο. Κι όσο τα ρολόγια θα κυλάνε υπέρ μας, αυτός θα βρίσκει τρόπο ν’ ακούγεται γλυκός, συχνά και καθόλου».
«Δυναμώνουν τα πορτοκαλιά και τα πράσινα χρώματα».
«Όλα τα χρώματα, εξεγείρονται θαρρείς. Εκεί που δε τα πρόσεχες πιο πριν, αυτά ξεθαρρεύουνε στο ομορφότερο φως».
«Λες κι ακούνε τα κοτσύφια να ζευγαρώνουνε διπλά, κελαηδώντας ξετρελαμένα στις ιδιόκτητες νεραντζιές, που διατηρούν στις τσιμεντένιες γειτονιές μας».
«Οι άνθρωποι στην πόλη, δε προλαβαίνουμε να συναντήσουμε τις πιο πολλές φορές, εκείνα τα όμορφα κορίτσια, τις αμυγδαλιές. Που δίνουν αυτές, τη μάχη της πρώτης ανοιξιάτικης ελπίδας, ότι θα λιγοστέψει όλο αυτό το παγωμένο γκρι, της σκεβρωμένης και κρύας εποχής, που φτάνουμε στο σημείο να της παρακρατάμε τις γιορτινές και να πετάμε στον κάλαθο της λήθης, όλες τις υπόλοιπες απλά κρύες και στείρες μέρες της».
«Γιατί οι πιο πολλοί από μας, είναι σα ν’ αλλάζουμε χαρακτήρα με τον ερχομό της;»
«Γιατί προβάλλει γλυκά στη σκηνή, τη στιγμή που ‘χεις κουραστεί πολύ να περιμένεις. Και τα τρία αγόρια που τη συνοδεύουν, θα ζωγραφίσουνε μέρα με τη μέρα. Το καινούργιο σκηνικό θα καθρεφτίζεται στην ανοιχτόκαρδη διάθεση των ανθρώπων, να βγουν έξω, να σταθούν σμίγοντας σε παρέες κάτω από τον ουρανό, να φλερτάρουν, να συγκινηθούν στιγμιαία έστω, εισπνέοντας αέρα, που να προέρχεται από το παρελθόν του χρόνου και αυλές, κυκλωμένες από φυλλώματα κι αρώματα ξεχασμένων μυρωδιών».
«Δεν ανασαίνουμε λουλούδια πια, τακτικά».
«Αυτό που σου περιγράφω είναι μέσα στο μυαλό μας. Λαμβάνει χώρα μέτρο-μέτρο, όσο η υδρόγειος τείνει να κοιτάξει καλύτερα τον ήλιο, που εμπνέει την ίδια τη ζωή. Κι αν έλειψε η φύση σαν εικόνα από τα μάτια μας, ο ήλιος θα μας βρει απ’ όλες τις μεριές, σε κάθε βήμα μας».
«Κι η εποχή, θα βοηθήσει να ‘ρθει η αναγέννηση μέχρι τις μύχιες σκοτεινές σκέψεις, που φώλιαζαν τόσο καιρό κάτω από τις μίζερα κουμπωμένες παλιές ζακέτες μας;»
«Η φύση κι οι ρυθμοί, θα μας πάρουν από το χέρι. Το στοίχημά μας, είναι να εμπλακούμε τρυφερά σ’ ένα παιχνίδι μ’ όσο κέφι περισσεύει και πολλαπλάσιο, που θα προκύψει στο δρόμο. Αρκεί να μη ξεμείνουμε, έτσι όπως μας παρέσυρε ο χειμώνας, που θα ‘ναι σύντομα ανεπίκαιρος».
«Τι εννοείς; Να μη ξεμείνουμε, πώς;»
«Συχνότερα απ’ όσο μας αξίζει, θεατές».