«Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης» • απόσπασμα


      «…Είχε σταθεί ικανό το πρώτο τους ιδιωτικό αγκάλιασμα σ’ απρόσμενη στιγμή, που τον έκανε να νιώσει ότι ένα θηλυκό κορμί σπαρταράει στην επαφή μαζί του κι όχι μόνο δε χαριεντιζόταν απλά με κείνον, αλλά του χαριζότανε μ’ εμπιστοσύνη, λες και τον περίμενε έτη πολλά, αλλά εκείνος είχε απλά αργήσει κάτι χρόνια να φανεί στη ζωή της, αλλάζοντάς την οριστικά. Κι ήταν αυτός ο οριστικός τρόπος που αναγνώριζε σε κείνην όταν συναντιόντουσαν, το αδιάφορο αισθητικά κορίτσι πλημμύριζε από λαχτάρα στο βλέμμα, νευρωνόταν από άξαφνη –μέχρι και κωμική αμηχανία– τα χείλια της έμοιαζαν αιφνιδιασμένα, διψασμένα για ένα του φιλί.

      Και την πρώτη φορά που μπήκε όχι μόνο στο απάτητο από άντρα δωμάτιό της, αλλά και μέσα της, στο ίδιο της κορμί, ένιωσε απότομα ασφαλής, σίγουρος σα ξεστρατισμένος μικρός θεός, που ξανάβρισκε την αρσενική του ευαισθησία. Γιατί βούλιαζε ολοένα και πιο βαθιά μέσα της· κι εκείνη έμοιαζε να τον καλωσόριζε με τόση σιγουριά, τόση ευπρέπεια, τόση παντοτινή αφιέρωση. Κι έπειτα από την πρώτη εκείνη μαγική τους συνεύρεση, εκείνη έγειρε σχεδόν σε στάση εμβρύου αγκαλιάζοντάς τον με το κορμί της να κουμπώνει γλυκά με το δικό του κι ο Σωτήρης, που αισθανόταν με κάθε αισθητήρα του δέρματός του το γυμνό της στήθος, την κοιλίτσα της που ανάσαινε για το υπόλοιπο της νύχτας τη ραχοκοκαλιά του, ενόσω εκείνος παρίστανε τον κοιμώμενο. Γιατί μέτραγε μία προς μία τις μισογυρισμένες γρίλιες, που αντανακλούσανε ασθενικά το πορτοκαλένιο υγρό φως του δρόμου. Κι ήτανε κάθε γρίλια και μια ξεχωριστή του σκέψη-κεφάλαιο στα ως τα τώρα συμβάντα της δικής του ζωής: τη διπλή ορφάνια, τον γρήγορα χαμένο πατέρα που δεν του επέτρεψαν να ξαναδεί ούτε νεκρό κι είχε αποχαιρετήσει μονάχα ένα κιβούρι ξύλινο εκ Γερμανίας και την ελπίδα του να ’χει ένα αντρικό χέρι, να τον καθοδηγεί, το παλιό τους σπίτι με τα μαρούλια και τα ζαρζαβατικά, που ανελέητα είχε επιλεγεί να γίνει άσφαλτος που βρομοκόπαγε καυσαέρια κι ύστερα τη μάνα Αθηνά του, που θα χαιρότανε τόσο αν ήξερε ότι το παλικαράκι της ήταν ευτυχισμένο πολύ επιτέλους, απόψε, την άλλη μάμα Σόφη, που δεν είχε ιδέα για τη γλυκιά εξέλιξη δυο αγαπημένων της προσώπων. Κι αν προσπάθησε κι επείσθη εκείνος ο ίδιος, ότι το μέλλον του έκρυβε χαρές, το βλέμμα παρέμενε να μετράει τις ημιφωτισμένες γρίλιες. Ώσπου ώρες μετά –αλήθεια, πόσες;– η καινούρια φέξη της μέρας ήρθε να του κάνει πιο στέρεες τις μελλοντικές του ελπίδες, εγκατέλειψε το γαλάζιο πρώτο φως της καινούριας ανατολής, τ’ άφησε ανεμπόδιστα να φέρει την καινούρια μέρα κι ο ίδιος, γύρισε επιτέλους πλευρό με βλέφαρα που βάραιναν πια, ν’ αγκαλιάσει το δικό του οριστικό κορίτσι, που το λέγανε Λουκία κι είχε εν τω μεταξύ αλλάξει με το πρώτο φως πλευρό και την αγκάλιασε σφιχτά, να νιώσει εκείνη τη διαφραγματική ανάσα των δικών του κοιλιακών μυών, βεβαιωμένος για ένα μέλλον, που θα ’φερνε μονάχα χαρές και καλές ειδήσεις. Αφού αυτό μονάχα άξιζαν κι είχανε τόση μεγάλη ανάγκη, οι δυο τους».
_______________


ISBN: 978-960-9585-16-3 • σελ.: 312 •σχήμα: 12x22 cm • τιμή: 13,22€ με ΦΠΑ
 
ειδική τιμή από τον «άνεμο» και όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία:  (-10%): 11,90€ με ΦΠΑ
δείτε περισσότερα για το μυθιστόρημα, εδώ: