Ο λόγος του ρέει και δημιουργεί εικόνες που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Χωράφια με ξανθοκίτρινα άμισχα άνθη, ίδια θάλασσες ειρηνικές, εμφανίζονται στα μάτια σου μπροστά. Σελίδες που ταξιδεύουν με τον άνεμο στον κάμπο ξεφεύγοντας από ανοιχτά παραθυρόφυλλα. ΄Ενα παιδί ανακαλύπτει το γράψιμο σε μια τεράστια γραφομηχανή. Μέλισσες που κυνηγούν όνειρα, εραστές γοητευτικοί και αιώνιοι, σεντόνια που κρατάνε τη μυρωδιά αγαπημένων. Μα κι ένας μικρούλης αναστεναγμός κάπου κάπου. Τα λόγια του συγγραφέα Γιάννη Φιλιππίδη είναι σκέψεις ελεύθερες και άμεσες, ευάρεστα χαμόγελα και αγορίστικα καλοκαιρινά παιχνίδια. Πίνακες με οικογένειες σε μακρόσυρτα γεύματα όπου χαρούμενοι άνθρωποι τρώνε με αγαπημένα αιλουροειδή ξαπλωμένα στα πόδια τους να περιμένουν την ποθητή λιχουδιά. Φιλιά γατίσια και θαρραλέες γυναίκες που διεκδικούν με σθένος τα οράματά τους και τις επιθυμίες τους. Τα δύο μυθιστορήματά του ήδη σαλπάρανε με ούριο άνεμο. Η κατεύθυνση ιδανική, από την πρύμνη προς την πλώρη. Ξέχειλα από μνήμες και εμπειρίες. «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» αλλά και το «Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλi ‘’αχ’’» των εκδόσεων «Αγκυρα» κάθε μέρα αγαπιούνται και περισσότερο από το αναγνωστικό κοινό. Κάπως έτσι έφτασε το όνομά του και στ’ αυτιά μου. Κάπως έτσι ανακάλυψα κι εγώ τον Γιάννη Φιλιππίδη. Ανακάλυψα ένα συγγραφέα που μέσα από τα βιβλία του πάσχει, αισθάνεται, ανατέμνει, αγαπά, θυμάται, διεισδύει, ασυγκράτητος σε έμπνευση, χωρίς να επιβραδύνει, χωρίς να βάζει τροχοπέδη. Μιλήσαμε για την απομόνωση του εσωτερικού ατημέλητου χάους του. Αλλά και για το καθημερινό ωρολόγιο πρόγραμμα που απαιτεί η ενασχόληση με την πεζογραφία. Για τον εννιάχρονο γάτο του, τον Ζαφείρη. Για την ειλικρινή αγάπη του προς τα ζώα η οποία τον οδήγησε να μοιράζεται τη ζωή μαζί τους επί ίσοις όροις. Μου περιέγραψε με στοργή, ζεστασιά και σεβασμό τις δύο ηρωίδες του νέου του βιβλίου που ανυπόμονα περιμένει να βγει τον Φεβρουάριο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Η ΄Αννα και η Αλεξάνδρα, μάνα και κόρη, έχουν γίνει πρόσωπα της ζωής του κι ας τις έχει πλάσει η φαντασία του. Δηλώνει πως με το νέο του μυθιστόρημα ξεφεύγει από τα πεζογραφικά στερεότυπα προηγούμενων χρόνων, προσπαθεί να αφουγκραστεί την εποχή και τις ανάγκες της. Να εκφράσει τις ζωές μας και όσα χρειάστηκε να επαναπροσδιορίσουμε. Κι εγώ με τη σειρά μου δηλώνω: Γιάννη μου, μη μου πεις τίποτε άλλο. Απλώς περιμένω με αγωνία να μου τα πει όλα το νέο σου βιβλίο.
Διαβάστε τη συζήτησή μας. Μια διαίσθηση μου λέει πως θα τη βρείτε συναρπαστική.
Το cat is art ευχαριστεί τον Νικόλα Τελλίδη για τις φωτογραφίες.
Μια πόλη στην άκρη του κάμπου
* Μεγάλωσα στα Γιαννιτσά, μια πόλη απλωμένη στην άκρη του ατέλειωτου κάμπου, που δημιουργήθηκε όταν αποξηράνθηκε ο ιστορικός βάλτος που ενέπνευσε την Πηνελόπη Δέλτα. Εκεί, η σχέση με το χρόνο, τη φύση, την ύπαιθρο ή την εναλλαγή των εποχών είναι εντελώς διαφορετική απ’ αυτή των ανθρώπων της μεγαλούπολης. Απ' τα παράθυρα του σχολείου μου, τα χωράφια που χάνονταν στη γραμμή του ορίζοντα, έμοιαζαν με θάλασσα σε ειρήνη.
Ταξίδι στην πεζογραφία
* Είναι άτυπη παράδοση εκεί πάνω να χαρίζουν γρήγορα στα παιδιά, βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη, που θεωρούν «κοντοχωριανό». Έτσι, ανάμεσα στα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» ή τα επικά βιβλία του Ιουλίου Βερν, μυθιστορήματα και διηγήματα του Λουντέμη, που ξέφευγαν κατά πολύ απ’ το ανάγνωσμα του παιδιού που μέτραγε τ’ άστρα έπεσαν στην αντίληψή μου. Και το ταξίδι στην ελληνική πεζογραφία ξεκίνησε νωρίς. Δεν είχα πατήσει ακόμα τα εννιά, αλλά είχα απαιτήσει κι αποκτήσει την πρώτη μου γραφομηχανή, ήμουν συνδρομητής στο «Ρόδι» της Δροσούλας Βασιλείου, ένα ιδιαίτερο φιλολογοτεχνικό περιοδικό για παιδιά που δεν άντεξε τους όρους του εμπορίου. Την ίδια εποχή είχα συντονιστεί όλως τυχαία με τη Λιλιπούπολη της Λένας Πλάτωνος και το Τρίτο Πρόγραμμα στο ραδιόφωνο.
Οι σελίδες που σκόρπιζε ο Βαρδάρης
* Πότε άρχισα να γράφω; Αθέλητα συνέβη αυτό σε τρεις φάσεις στη ζωή μου. Η πρώτη ήτανε όταν άγγιξα τα πλήκτρα της γραφομηχανής. Γρήγορα οι δικοί μου θαύμαζαν την επιδεξιότητα και την ταχύτητά μου στη δακτυλογράφηση, κανείς δεν αναρωτήθηκε τι έγραφαν οι Α4 σελίδες, που σκόρπιζαν κάθε φορά που τρύπωνε ο Βαρδάρης απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα. Η δεύτερη φορά που στάθηκα να γράψω ήταν στην εφηβεία και τερμάτισα ένα μυθιστόρημα που κρίνω ως απαράδεκτο, γιατί ήταν ολόγραμμα δικό μου. Το μυστικό, πως τα μυθιστορήματα σαλπάρουνε γι' αλλού, όταν ξεφεύγουμε απ’ το στενό μας «εγώ», θα το μάθαινα αργότερα. Θα 'ταν εκεί, γύρω στα είκοσι εφτά, που αναζήτησα εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης, μιας και η πεζή πραγματικότητα της καθημερινής μου τριβής στο θέατρο, δεν μου άφηνε πολλά περιθώρια για όνειρα. Η προσπάθεια πάνω στο αντικείμενο της υποκριτικής, σκόνταφτε σε αλήθειες που 'χαν να κάνουν με ζητήματα οικονομικά, διαχείριση αξίας κι αδικίας κι ένα πλήθος άλλα. Στάθηκα τότε κι ένιωθα ανέτοιμος πολύ. Όταν το αρχείο του κειμένου πέρασε τις εκατό σελίδες, άλλαξα την αφήγηση σε πρώτο γυναικείο ενικό πρόσωπο, έτσι γεννήθηκε «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου», το πρώτο μυθιστόρημα, που αγαπήθηκε απρόσμενα πολύ.
Μάνα, πατέρας και μια χούφτα φίλοι ακριβοί
* Ωριμάζοντας και παλιώνοντας μια σταγόνα κάθε μέρα, ένιωσα ότι μια σειρά από ανθρώπους και γεγονότα που 'φερναν αυτοί μαζί τους, έπαιξαν ρόλο στον τρόπο σκέψης, διαχείρισης αισθημάτων και γραφής. Η μάνα που μ’ έφερε στον κόσμο με δύσκολο τρόπο κι από επιλογή, ένας πατέρας που μου 'ριχνε πονηρά στο πλάι ενήλικες εφημερίδες πριν συμπληρώσω τα δέκα μου χρόνια, αβαντάροντας ταυτόχρονα τις επιλογές της παιδικής μου ηλικίας, η πολύχρονη σχέση μου με το ίδιο πολύτιμο πρόσωπο και μια χούφτα ακριβοί και ταλαντούχοι -στο αντικείμενό τους ο καθένας- φίλοι, συνέτειναν ομαλά στη διαμόρφωση ενός χαμηλού και παράλληλα ασυγκράτητου σε όνειρα και στόχους προφίλ, που έμαθε να αισθάνεται πολύ, να συμπάσχει περισσότερο και να μη φρενάρει πουθενά, όταν νιώθει ότι αγωνίζεται έντιμα και πράττει δίκαια ή το καλό.
Η πεζογραφία είναι δω για να μας κάνει ομορφότερους
*
Η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία -η χρήση της λέξης «λογοτεχνία» είναι λίγο πιο καυτή για μένα- έχει να παλέψει πολλά. Έρχεται να πείσει κατ’ αρχήν απ’ την αρχή, ότι μπορεί να θεραπεύσει και να σταθεί συντροφικά, σ’ έναν κόσμο με χαμηλότερο τον πήχη στις αξίες και τα ιδανικά του. Να βοηθήσει στη χαλάρωση και τη συγκέντρωση του αναγνώστη, την εστίαση του θυμικού του λίγο πιο μακριά από τα δικά του καθημερινά προβλήματα. Επιχειρεί να εκφράσει την πολιτική ή την κοινωνική γκρίνια, να βγάλει στο φως και να κουβεντιάσει αισθήματα και συναισθήματα. Να πολεμήσει υπέρ της ιδέας πως η πεζογραφία είναι δω για να μας κάνει ομορφότερους, ειρηνικότερους και γλυκύτερους σα χαρακτήρες και να σταθεί περισσότερα απ’ όσα επιβάλλει το γενικό εμπόριο των εκδόσεων. Ν’ αποδείξει με κάθε καινούργιο βιβλίο, πως δεν είναι μονάχα ένα ακόμα προϊόν με λιανική τιμή, που επιβάλλεται απ’ την επίμονη διαφήμιση, την πονηρή χρήση του ραφιού στο βιβλιοπωλείο, την ύποπτη συχνά ύπαρξη και χρήση δημοσιεύσεων, που, όπως τα περισσότερα πράγματα στην Ελλάδα, δεν προκύπτουν με τρόπο αξιοκρατικό. Το μυθιστόρημα του 2010 ονειρεύεται ν’ αποδείξει ότι γράφεται έντιμα από έναν άνθρωπο, έχει λόγο να υπάρχει σαν πόνημα και προορίζεται για ανθρώπινες ψυχές και αισθήματα.
Αδιάκοπη ενασχόληση
* Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που παίζονταν δίσκοι βινυλίου, η εξοικείωση κι η κατάρτισή μου μ’ ό,τι αντιλαμβανόμαστε σαν ελληνικό τραγούδι, φάνηκε νωρίς κι εξελίχθηκε από προσωπικό ενδιαφέρον στην εφηβεία και στα χρόνια που ακολούθησαν, παράλληλα με την εκδήλωση της αγάπης μου για το θέατρο, που πάλεψα να σπουδάσω, φοιτώντας σε σχολή υποκριτικής και δουλεύοντας παράλληλα σαν εργάτης του θεάτρου για αρκετά χρόνια. Την ίδια εποχή που θα 'πρεπε να διαβάζω περισσότερο θέατρο για λόγους σπουδών, εγώ κατά έναν παράξενο -έτσι πίστευα- λόγο, στράφηκα ακόμα περισσότερο προς την ελληνική πεζογραφία. Η απολαυστική και την ίδια στιγμή βασανιστική περιπέτεια της γραφής, περνάει και δυναμώνει καθημερινά, μέσα από το φίλτρο άλλων τεχνών, που κατακάθονται μέσα μου σαν πολύτιμο ίζημα. Ο κινηματογράφος στη δράση, τα ευρηματικά ή τα συναισθηματικά παιχνίδια του ή το μεγαλείο των εικαστικών σ’ επίπεδο θέασης κι αναζήτησης, έρχονται ήπια να πλουτίσουν την αδιάκοπη ενασχόληση με το γράψιμο, είτε πρόκειται για μυθιστόρημα, διήγημα ή ανεξάρτητη μικρή δημοσίευση.
Η δυνατή πλευρά μου και η αχίλλειος πτέρνα μου
* Συχνά αντιλαμβάνομαι πως νους και ψυχή τρέχουν με υπερβολική ταχύτητα. Αυτό έχει τη δυνατή πλευρά και την αχίλλειό του πτέρνα. Το καλό είναι πως είμαι δυνατός στην αντίληψη, την παρατήρηση της τρέχουσας ζωής και τα αισθήματα, επιδέξιος στον τρόπο που θέλω να εκφραστώ, να απολαύσω ή να προβάλω όσα νιώθω. Η κακή πλευρά έγκειται στ’ ότι αποδεικνύομαι ευερέθιστος και υπερευαίσθητος σε έναν κόσμο, που 'χει μάθει να 'ναι ψύχραιμος, υπολογιστικός και με διαχειρίσιμα συναισθήματα. Σα χαρακτήρας είμαι πιο παιδί από το μέσο όρο, πιστεύω μόνιμα στις αγαθές προθέσεις των άλλων, δε μου είναι δυνατό να λειτουργήσω αλλιώς με καλή ψυχή. Έτσι όμως εξαπατώμαι εύκολα κι όταν το αντιλαμβάνομαι υποφέρω πολύ απ’ τις κακές προθέσεις όσων μ’ επιβουλεύονται. Αυτό ωστόσο είναι ένα διαρκές ελάττωμα, που επιμένει να μη μαθαίνει από τα επαναλαμβανόμενά του σφάλματα.
Με πάθος αξίζει να ζούμε
* Με πάθος καταφέρνουμε να ζούμε, να δικαιολογούμε καίρια την παρουσία μας στο γήινο φλοιό. Αντιλαμβανόμαστε, αισθανόμαστε, φλερτάρουμε όχι απαραίτητα με σεξουαλικό κίνητρο, ακόμα κι όταν γνωρίζουμε ενδιαφέροντα νέα φιλικά πρόσωπα, η έννοια του φλερτ για μένα είναι υπαρκτή. Με πάθος αξίζει να δημιουργούμε, ν’ αγαπάμε.
Φθόνος και ζήλια
* Είναι άδικο συναίσθημα ο φθόνος για όποιον τον αισθάνεται, δεν έχει νόημα, δε μας αξίζει, είναι ωραίο ο καθένας από μας να αισθάνεται ασφαλής, ταλαντούχος σ’ ένα πλήθος αντικείμενα ή τυχερός με το δικό του τρόπο. Η έννοια του φθόνου σε προσωπικό επίπεδο, δε μου είναι εύκολα κατανοητή, δεν μπορώ να τη νιώσω σαν αίσθηση ή να λειτουργήσω μαζί της. Δεν είναι άμεσα σχετικό, αλλά νιώθω την ανάγκη να σημειώσω πως αισθάνομαι τακτικότατα ζήλια, που απορρέει συνήθως από τη χρήση των εκφραστικών μέσων των άλλων και τα πνευματικά τους προϊόντα ως αποτελέσματα. Βιβλία που θα ονειρευόμουν και στις επόμενες ζωές μου να 'χα γράψει εγώ, φιλμ που με συγκίνησαν βαθιά και θα 'θελα να 'χα επινοήσει σεναριακά και παραστάσεις, όπου θα 'θελα να 'χα συμμετάσχει, τροφοδοτούν ένα τέτοιο συναίσθημα. Απ’ την άλλη μεριά, ο φθόνος που 'χει ανά καιρούς εκδηλωθεί στα σκόρπια απέναντι σε μένα, θεωρώ ότι είναι άδικος, άκαιρος ή από λάθος εκτίμηση μιας ταυτότητας, που ενέχει περισσότερα μειονεκτήματα απ’ όσα στ’ αλήθεια φανερώνονται. Με γονατίζει αυτός ο φθόνος, με μικραίνει και μ’ αρρωσταίνει, έχω ακούσει να λένε ότι μπορεί και να επιβραβεύει μια επιτυχία. Εμένα απλά με κάνει να νιώθω, πως έχω μια ανοιχτή πληγή, μια εκκρεμότητα που θα ‘θελα να λύσω το συντομότερο.
Το χιούμορ σε επιβραβεύει
* Το χιούμορ είναι το πιο πολύτιμο αντίδοτο σ’ ό,τι μας τρελαίνει, μας εκνευρίζει ή μας κατευθύνει σ’ αδιέξοδα. Δεν έχουμε ωστόσο εκπαιδευτεί στη χρήση του, αντίθετα παίρνουμε τα λαμπερότερα διδακτορικά στη χρήση της σοβαροφάνειας και του φοβικού ενδεχόμενου, πως όσα λέμε, μπορεί να κριθούν παρεξηγήσιμα κι εμείς οι ίδιοι φαιδροί, φτηνότεροι, τολμηρότεροι ή ρηχότεροι απ’ όσο συνηθίζεται, σ’ ένα κακώς εννοούμενο πλαίσιο χρήσης μιας πρότυπης «μέσης» συμπεριφοράς. Αυτό το φόβο επιτείνει κι η συσχέτισή του με τη φτηνή «πλάκα» ή το «καλαμπούρι», ιδιαίτερα όταν αυτό αναφέρεται στην έκφραση λόγου από πρόσωπα και μέσα ενημέρωσης, που απευθύνονται στην πιο χυδαία ανθρώπινή μας εκδοχή. Η αίσθηση του χιούμορ αντίθετα, επιβραβεύει όποιον καταφέρνει να ‘χει έμπνευση, ακόμα και σε στιγμές δύσκολες ή νευρικές, εκεί είναι που το ‘χουμε μεγαλύτερη ανάγκη. Στον «Εραστή, τη μέλισσα και το μικρούλι “αχ”» που διαδραματίζεται στο σκηνικό ενός μεγάλου σεισμού, η χρήση του χιούμορ στην περιγραφή προσώπων, στιγμών ή συναισθημάτων κρίθηκε αναγκαία. Η καταγραφή της διαρκούς ελληνικής πραγματικότητας δεν μπορούσε να γίνει χωρίς την κωμική πλευρά της ζωής, τα δραματικά γεγονότα κι αισθήματα ούτως ή άλλως είναι τόσα πολλά για να τ’ αντέχουμε αποκομμένα και μονόπατα. Η ίδια η ζωή δεν είναι ποτέ μονόχρωμη, ακόμα και στη σκληρότητά της, το σκάσιμο ενός χειλιού, χαρίζει αυτό που συχνά μας λείπει: μια παραπανίσια ανάσα, μια γλυκιά σκέψη.
Ρατσισμός είναι η επιβολή ταμπέλας
* Η επιθετική συμπεριφορά απέναντι στη διαφορετικότητα με τρομάζει, με θυμώνει. Με κάνει να σκέφτομαι πως είναι αναγκαίο να σταθώ απέναντί της με αποτελεσματικές λύσεις, ακόμα κι αν αυτές δείχνουν να στερούν όρους δημοκρατίας, που μας είναι έτσι κι αλλιώς αναγκαίοι. Θα ‘θελα να θίξω εδώ, ότι ρατσισμός για μένα δεν είναι μονάχα η διάκριση ανάμεσα σε φύλο, εθνικότητα, σωματικά κριτήρια «επάρκειας», ερωτική συμπεριφορά, αλλά και διάθεση για επιβολή ταμπέλας σε οτιδήποτε ζει κι αναπνέει γύρω μας. Μας φθηναίνουν οι εύκολοι χαρακτηρισμοί, ακόμα κι όσοι μοιραία διαπερνούν τα φίλτρα της αίσθησης του δικαίου μέσα μας. Λέξεις όπως «άσχημη», «νευρικός», «έντεχνος», «πεταχτούλα» κάνουν την καθημερινότητά μας πιο λιανή, αλλά την κρίση ή τις επιλογές μας λιγότερες. Μας καθιστούν περισσότερο φασιστικούς απ’ όσο μπορούμε να μετρήσουμε.
Αριστούργημα
* Είναι μια λέξη που την εκφέρω σπάνια, αλλά τη σκέφτομαι ή τη χρεώνω πολύ συχνότερα σ’ όσα κάνουν τη ζωή μας ομορφότερη, πιο ενδιαφέρουσα. Αριστούργημα είναι για παράδειγμα ένα ξεχωριστό μουσικό θέμα, που ακούω τυχαία ή σκόπιμα κι επιχορηγεί με δυνατά συναισθήματα ένα αρχείο κειμένου τα πρωινά, όταν ακόμα η διαδικασία της σκέψης μου είναι σκορπισμένη σε πολλά.
Μια συνηθισμένη ημέρα από τη ζωή μου
* Ξυπνάω πρωτότυπα νωρίςκαι διατηρώ ένα ωρολόγιο πρόγραμμα, που μου επιτρέπει να μην καταπιέζομαι, να μην κουράζομαι υπερβολικά, να ‘χω την ικανότητα να 'μαι δημιουργικός και κεφάτος, να βλέπω τους φίλους μου σε καθημερινή βάση. Αχάραγα συντονίζομαι στην επικαιρότητα της τρέχουσας ημέρας, τις ώρες που χτυπάνε τα ξυπνητήρια πολλών από μας, εγώ έχω ξεκινήσει για τις υποχρεώσεις μου. Μετά απομονώνομαι, χρειάζομαι να ξαναβρώ το εσωτερικό μου ατημέλητο χάος. Όταν η συνθήκη της γραφής παύει να καλύπτει τις χομπίστικες ανάγκες ενός κακώς εννοούμενου «ερασιτεχνικού» πνεύματος και επεκτείνεται σε καθημερινή στάση ζωής, ο χρόνος μοιράζεται αλλιώς. Κι έχει μεγάλη σημασία να προλαβαίνουμε όσα αγαπάμε να κάνουμε. Από κει και πέρα, το ν’ ακούω το σώμα, το πνεύμα και τις ανάγκες του, το να αφιερώνω τον αναγκαίο χρόνο στην προσωπική μου ζωή και τις επιθυμίες μου για κοινωνικότητα ή απομόνωση, είναι όλα όσα οφείλω να κάνω για να λειτουργώ θετικά και ν’ απολαμβάνω τακτικά τη φωτεινή πλευρά της διάθεσής μου.
Πολιτισμός στην αντίληψή μας για τον κόσμο
* Ο πολιτισμός για μένα δεν αναφέρεται μονάχα σ’ όσα σχετίζονται με τα γράμματα, την παιδεία ή την τέχνη. Επεκτείνεται στη συμπεριφορά, τις καθημερινές συνήθειες που σπάνια καταγράφονται ή συζητιούνται, στις αποφάσεις και την αντίληψή μας για τον κόσμο, τους άλλους, τις ιδέες, τις αξίες, την αξιοποίηση του παρελθόντος ιστορικά ή τη σχεδίαση του προσωπικού ή του κοινωνικοπολιτικού μέλλοντός μας. Η συμπεριφορά μας στο δρόμο ή στους επαγγελματικούς χώρους είναι το ίδιο σημαντική, όσο κι η ικανότητά μας να ξεχωρίζουμε ένα καλό μυθιστόρημα από ένα καλοχτενισμένο σκουπίδι, που μας αποτρέπει μελλοντικά από την ακριβή συνήθεια της ανάγνωσης και της σχέσης μας με τα βιβλία.
Η αγάπη μου για τα ζώα
Τα ζώα είναι στοιχείο ισορροπίας κι ο ρόλος τους στη ζωή μας είναι πιο σημαντικός απ’ όσο δείχνει εξωτερικά. Η ειλικρινής αγάπη μας, ο χρόνος που μοιραζόμαστε μαζί τους, η φυσική τους παρουσία γύρω μας, στο σπίτι ή στον κόσμο που φτιάξαμε, είναι παράγοντας που εκφράζει πολιτισμό ή την παντελή απουσία του. Όλα μου τα ενήλικα χρόνια κύλησαν με την παρουσία ενός, δύο ή και τριών τσαχπίνικων τετράποδων πλάι μου. Έχω ζήσει με σκύλο, αλλά οι γάτες πρωταγωνιστούν, συνήθως φρόντιζα να 'χουν το ζευγάρι τους για να περνάν καλύτερα όταν οι άνθρωποι λείπαμε απ’ το σπίτι για τις δικές μας δραστηριότητες. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω απομείνει μ’ έναν εννιάχρονο αρσενικό, που ‘χασε λίγο πρόωρα τη σύντροφο της ζωής του κι αρνείται πεισματικά το ενδεχόμενο να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Κινείται, τρώει, αισθάνεται ή κοιμάται σε μια γλυκιά συνάρτηση με μένα. Μας διδάσκουν γενναιοδωρία, εντιμότητα κι ηρεμία οι γάτες. Έχω περάσει όμορφα χρόνια πλάι τους κι έχουν στολίσει με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, ακόμα και τις ζωές των χάρτινων ηρώων μου στα μυθιστορήματα.
Ο Ζαφείρης
* O εννιάχρονος γάτος της φωτογραφίας είναι ο Ζαφείρης κι είναι μαζί μου απ’ όταν ήταν δεκαπέντε ημερών, μια μαλλιαρή χουφτίτσα που ανάσαινε γρήγορα. Ανταλλάσσει φιλοφρονήσεις και φιλιά τρίβοντας τη μύτη μας, όταν τρώμε περιμένει υπομονετικά να δοκιμάσει τη γεύση που μας συναρπάζει, ακούει κι απαντάει με το δικό του δηκτικό τρόπο. Ένα βίντεο από την καθημερινή μας ζωή, θα διέψευδε πολλά απ’ αυτά που πιστεύουν για τις γάτες οι μη μυημένοι.
Το τρίτο μου μυθιστόρημα
* Αλλάζει ο τρόπος που γράφουμε με τα χρόνια, ζεσταίνεται, ενηλικιώνεται, αφουγκράζεται την εποχή και τις ανάγκες μας, ο λόγος έχει περισσότερο θάρρος να εκφράζεται πιο ελεύθερος κι άμεσος, πιο διεισδυτικός κι αληθινός. Το τρίτο μου μυθιστόρημα έρχεται το Φλεβάρη από την ''Άγκυρα'', την εκδοτική που χρόνια τώρα -από εποχής πρώτου χειρογράφου- πιστεύει σε μένα, σε μια εποχή κατά την οποία το βιβλίο θεωρείται πολυτέλεια, αντιμετωπίζεται με κριτήρια μονάχα εμπορικά ή έχει λοξοδρομήσει σκόπιμα σε αποχρώσεις ροδαλές. Είναι η μυθιστορία της Άννας και της Αλεξάνδρας, δύο γυναικών -μάνας και κόρης- που θέλησαν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, κυνηγώντας όνειρα, επιθυμίες και στόχους. Σε παράλληλη αφήγηση, θα δούμε πόσα από τα παραπάνω προσεγγίστηκαν, τις όμορφες κι ενδιαφέρουσες ζωές τους σε ροή, τι χάρηκαν ή αγάπησαν, πόσο γέλασαν, αλλά και πόσο πόνεσαν. Σε μια γλώσσα, που ξεφεύγει λιγάκι από τα πεζογραφικά στερεότυπα των προηγούμενων χρόνων και μέσα από μια κοινή κατά τα φαινόμενα σύλληψη, θα δούμε πόσο διαφορετικά μπορεί να εκφράσει ένα μυθιστόρημα τις δικές μας ζωές, όσα παλέψαμε ή χρειάστηκε να επαναπροσδιορίσουμε, όσα απολαύσαμε ή όσα υποφέραμε.